Τα Γιουβαρλάκια μου

Σάββατο πρωί, δεκάδες δουλειές να γίνουν συν μαγείρεμα που μας προέκυψε εκτάκτως σήμερα, συνήθως το Σάββατο έχω ρεπό απ’το μαγείρεμα, σε αντίθεση με όλους τους άλλους μάγειρες.
Τα γιουβαρλάκια δεν ήταν το φόρτε μου ποτέ. Το θεωρούσα πολύ κλασικό, πολύ μαμαδίστικο, το είχα κάνει και μια φορά και ήταν αποτυχία οπότε το απέφευγα. Συν το ότι η Αγγελική το έτρωγε οπωσδήποτε μια φορά την εβδομάδα στον παιδικό σταθμό οπότε δεν υπήρχε ανάγκη να το κάνω κι εγώ. Φέτος όμως, τέρμα ο παιδικός, και η ευρύτερη οικογένεια το ζητούσε επίμονα όπότε μπήκα στη διαδικασία να το μάθω καλά. Η συνταγή είναι της μαμάς μου, την παρακολούθησα δυο φορές να το κάνει και κατέγραφα την κάθε της κίνηση.

Σήμερα ξεκίνησα κατά τις 10:30 βάζοντας ένα κόκαλο να βράσει για να γίνει πιο νόστιμος ο ζωμός. Εκεί κατά τη μία παρά τέταρτο η κουζίνα ήταν βομβαρδισμένη, ο νεροχύτης φίσκα στο άπλυτο πιάτο το ίδιο και το πλυντήριο αλλά το φαγητό μου πέτυχε. Έγινε μια σούπα…πεντανόστιμη. Και προσέξτε δεν είναι τα συμβατικά γιουβαρλάκια εστιατορίου γιατί εδώ έχουμε πολλούς περιορισμούς. Έχουμε δυο ανθρώπους με καρδιακή ανεπάρκεια, τρεις που τους αρέσει το αυγολέμονο και δυο που δεν τους αρέσει, πέντε που το θέλουν σαν σούπα. Πρέπει επιπλέον να φτιάξουμε μια καζάνα φαγητό για να φάνε έξι άτομα που τρώνε σαν οχτώ και να περισσέψει και λίγο φαγητό για το βράδυ. Σας μιλάω για τρομερό γρίφο. Αλλά όταν το σέρβιρα στο τραπέζι δέχτηκα τα συγχαρητήρια όλων.
Θυμήθηκα εκείνο το επεισόδιο στα Φιλαράκια που η Μόνικα θα ετοίμαζε το δείπνο Thanksgiving και ο καθένας της ζητούσε κάτι που θυμόταν απ’τα παιδικά του χρόνια. Άλλος ήθελε τις πατατούλες ξεροψημένες, άλλος λιωμένες άλλος τη σαλτσούλα στο πλάι και η Μόνικα τα έκανε όλα. Και μετά με ρωτάει η Μαρία γιατί ταυτίζομαι με τη Μόνικα και όχι με τη Ρέιτσελ. Τι σχέση έχω εγώ με τη Ρέιτσελ; (Εκτός από τον Μπραντ 😉

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διαβάζω αρκετά μπλογκ μαγειρικής της Μάτζικας, του Αθήναιου, της Νίνας απ’τη Σουηδία και ένα δυο ξένα. Θα ήθελα κι εγώ να μαγειρεύω πιο ωραία πράγματα, πιο exquisite, να έλεγα αύριο να κάνω κάτι καλό αλλά δεν αντέχω. Όλη τη βδομάδα μαγειρεύω εννιά με δέκα το βράδυ και την Κυριακή κάνω δυο φαγητά, ένα για την ίδια μέρα κι ένα για την άλλη. Δεν έχω την αντοχή να σκεφτώ, να ψωνίσω και να μαγειρέψω κάτι που θα θέλει τεράστια υπομονή και σχολαστικότητα. Ίσως στις διακοπές. Αν και τώρα που το σκέφτομαι έχω μια Μαντινεία Τσελέπου στο ντουλάπι και θέλω να φτιάξω κάτι εξαιρετικό γι αυτό το κρασί! Ώρες ώρες αισθάνομαι ότι είμαι μια εργάτρια, και η κουζίνα το εργοστάσιο μου.

5 Comments

  1. Δρουίδης Πανοραμίξ says:

    Ελα ν’ ανταμωθούμε…

    Εγώ χθες γύρισα σπίτι 18.40 (η συνηθισμένη μου ώρα) να ανάψω τον φούρνο να ψήσω μία τυρόπιτα (προκατ) και να ετοιμάσω μπριάμ (χειροποίητο αυτό) για να έχουμε για σήμερα. Τα δικά μου δεδομένα – ο μεγάλος δεν τρώει γενικά το μπριάμ – ο μικρός δεν τρώει τις ντομάτες/κολοκυθάκια/κρεμμύδια/μαϊντανό – το στεφάνι αναγκαστικά τα τρώει όλα. Καθότι όμως είμαι της άποψης ότι όλα πρέπει να εμφανίζονται στο τραπέζι ασχέτου προτιμήσεων, εγώ το έφτιαξα και ο Θεός βοηθός.

    Καλησπέρα ! Ήμουν σε άλλο blog και κοίταγα τα αγαπημένα του και μου άρεσε ο τίτλος σου και σε διάβασα. Γράφεις πάρα πολύ ωραία. Δεν έχω διαβάσει ακόμα Δημουλά. Την έχω στο πρόγραμμα.

    Like

  2. Εγώ πάλι αν έπαιρνα στα σοβαρά τα μπλογκ κ τους μπλόγκερ θα έπαιρνα πιο πολλά χάπια απ’όσο πρέπει να παίρνω.

    Πολύ θα ήθελα να γινόταν να κάνω εγώ για τους υπόλοιπους αυτό που μου είναι πιο εύκολο στη ζωή, δηλαδή να μαγειρεύω. Όχι εστιατόριο αλλά να ήμουν ο μάγειρας-τζίνι με το ιπτάμενο χαλί κ όποιος απο αυτούς που γουστάρω με καλούσε χτυπώντας δυο φορές τα χέρια, να εμφανιζόμουν στην κουζίνα του,να μαγείρευα στα γρήγορα κ μετά πριν προλάβει κανείς να καταλάβει το πώς έγινε αυτό, να εξαφανιζόμουν.

    Like

  3. Τέλειο Αθήναιε! Και τότε θα σε καλούσα για το καθημερινό μαγείρεμα κι εγώ θα δημιουργούσα όποτε μου έκανε κέφι.
    Αλλά γιατί να εξαφανιζόσουν βρε παιδί μου, κάτσε και λίγο να πιουμε τα τσιπουράκια μας, να τα πούμε και από κοντά, του νοου ας μπετερ;-)

    Like

Leave a comment