GIUSEPPE TOMASI di LAMPEDUSA – Ο Γατόπαρδος

lampedusa.jpg Σας γράφω μέσα από την κουζίνα μου, το αρνάκι σιγοψήνεται, η βασιλόπιτα είναι έτοιμη και περιμένει να ξυπνήσουν και οι υπόλοιποι για να την κόψουμε.

Τώρα υπάρχει όμως ένα μικρό κενό στις μαγειρικές ασχολίες οπότε μπορώ να γράψω με την ησυχία μου.

Το τελευταίο βιβλίο του 2007 ήταν ο Γατόπαρδος του Giuseppe Tomasi di Lampedusa. Το ξεκίνησα πριν από καμία βδομάδα περίπου, διστακτικά στην αρχή με πολύ ενθουσιασμό προς το τέλος. Το ξεκίνησα χωρίς να διαβάσω πρόλογο, εισαγωγή κατ’ευθείαν στο κείμενο, χωρίς να ξέρω τίποτε για το συγγραφέα, μόνο ότι το έγραψε στα μέσα της δεκαετίας του 50. Νομίζω ότι αυτή η αναγνωστική αθωότητα ας πούμε συνέβαλλε στην απόλαυση του κειμένου.

Η ιστορία ξεκινάει με μια αριστοκρατική οικογένεια της Σικελίας γύρω στο 1860. Η χρονιά είναι πολύ σημαντική. Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο, σε μια περίοδο από τις πιο σημαντικές στην ιστορία της Ιταλίας. Είναι η εποχή που τα διάφορα βασίλεια καταργούνται και δημιουργείται η ενωμένη Ιταλία. Ο Γκαριμπάλντι αυτός ο λαϊκός ήρωας εξορμά στη Σικελία και καταφέρνει να την κατακτήσει και μαζί με το βασίλειο της Νότιας Ιταλίας να τις παραδώσει στο βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ ο οποίος δημιουργεί τη νέα ενωμένη πια Ιταλία. Ήταν η πρώτη φορά που τα βασίλεια της ηπειρώτικής Ιταλίας ενώνονταν κάτω από κοινό βασιλιά μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η εποχή είναι γεμάτη ελπίδα για κάτι καινούριο για κάτι πιο δίκαιο, αλλά το παλιό οι αριστοκρατικές οικογένειες , δεν έχει πεθάνει ακόμη, μόνο σαπίζει σιγά σιγά. Εδώ ακριβώς τοποθετείται το μυθιστόρημα: Ο κεντρικός ήρωας είναι ο αριστοκράτης Ντον Φαμπρίτσιο, φεουδάρχης της Σικελίας. Γύρω από αυτόν κινείται το βιβλίο, γύρω από την οικογένεια του, τα παιδιά του, τον ανιψιό και το αρχοντικό του. Ο Γατόπαρδος (το έμβλημα του οίκου του) είναι ένας τεράστιος άντρας, με τεράστια δύναμη και φοβερή όρεξη. Ίσως θα περίμενε κανείς ότι θα αντιστεκόταν σθεναρά στη νέα τάξη πραγμάτων αλλά ο Πρίγκιπας έχει αντίληψη και καταλαβαίνει ότι ο δικός του κόσμος τελειώνει και καλά θα κάνει να μην αντισταθεί. Έτσι συναινεί ας πούμε στο γάμο του ανιψιού του με μια απλή χωριατοπούλα (πλουσία όμως, εκπρόσωπο της καινούριας τάξης που αναδύεται).

Αυτό είναι το πλαίσιο λοιπόν, η ιστορική συγκυρία στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Το περιβάλλον είναι αυτό της Σικελίας και ο συγγραφέας το περιγράφει πολύ αφιλόξενο, πολύ δύσκολο με τις ζέστες του τη βρωμιά και τη φτώχια τη μιζέρια των ανθρώπων. Αυτή τη δυστυχία και το γεγονός ότι όλα μοιάζουν ακίνητα, λιμνάζοντα ο συγγραφέας τα περιγράφει πολύ ωραία. Σας είπα ότι στην αρχή το διάβαζα διστακτικά δε μπορούσα να καταλάβω πως με αφορούσε αυτό το βιβλίο, ποιο ήταν το κρυμμένο μήνυμα που μου έστελνε. Αλλά σιγά σιγά ο ήρωας διαμορφωνόταν το ίδιο και το περιβάλλον του και στο τέλος δε μπορούσα να το αφήσω.

Ο ήρωας είναι τόσο οξυδερκής, δεν τρέφει καμιά αυταπάτη για τη γενιά του και την περιουσία του. Κάποια στιγμή ένας αξιωματούχος της κεντρικής κυβέρνησης έρχεται να του προτείνει να συμμετέχει στη Γερουσία. Ο Πρίγκιπας ρωτάει: Τι θέση είναι αυτή είναι κάποια τιμητική ή είναι μια θέση στην οποία θα νομοθετώ και θα παίρνω αποφάσεις για τον τόπο μου; Είναι το δεύτερο του λέει ο εκπρόσωπος. Α, τότε δε θέλω. Αν είναι τιμητικό, διακοσμητικό εντάξει αλλιώς δε έχει νόημα. Κάτι πάει να ψελλίζει ο αφελής και ρομαντικός αξιωματούχος και ο Πρίγκιπας του απαντάει.

«ΟΙ Σικελοί δε θα θελήσουν ποτέ να βελτιωθούν για τον εξής απλό λόγο: πιστεύουν ότι είναι τέλειοι. Η ματαιοδοξία είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωση τους. Κάθε παρέμβαση ξένου εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής του, ή Σικελού εξαιτίας της ελεύθερης σκέψης του, διαταράσσει τη φαντασίωση της κεκτημένης τελειότητας, αναστατώνει τη φιλάρεσκη προσμονή του μηδενός. Ποδοπατημένοι από μια δεκάδα διαφορετικούς λαούς, οι Σικελοί πιστεύουν πως έχουν ένα ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν που τους δίνει το δικαίωμα για μια μεγαλοπρεπή κηδεία…..Η αιτία της διαφορετικότητας βρίσκεται στο αίσθημα εκείνο της ανωτερότητας που σπινθηροβολεί στα μάτια κάθε Σικελού και που εμείς οι ίδιοι αποκαλούμε περηφάνια ενώ στην πραγματικότητα είναι απλά εθελοτυφλία. Προς το παρόν, και για πολύ καιρό δεν πρόκειται ν’αλλάξει τίποτα. Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να κουνήσω ούτε το δάχτυλο μου για την πολιτική. Θα μου το δάγκωναν. Αυτά τα θέματα δε μπορούν να συζητηθούν με τους Σικελούς, Εξάλλου, αν όλα όσα σας είπα μου τα λέγατε εσείς, κι εγώ ο ίδιος θα θιγόμουν. Είναι αργά….πάμε ν’αλλάξουμε για το δείπνο. Πρέπει να υποδυθώ το ρόλο του πολιτισμένου ανθρώπου για λίγη ώρα».

Αυτό είναι το πνεύμα του μυθιστορήματος, αυτό της απραξίας, της φθοράς και της παρακμής. Τα σπίτια παθαίνουν τα ίδια και οι άνθρωποι επίσης. ΤΟ τοπίο εχθρικό, οι παρομοιώσεις του συγγραφέα δημιουργούν αηδία όπως όταν λέει για μια άμαξα: «Οι ρόδες είχαν το χρώμα του εμετού». Προς το τέλος του μυθιστορήματος κατάλαβα ότι ο συγγραφέας ίδιος προέρχεται κι αυτός από μια αριστοκρατική οικογένεια και ίσως γνωρίζει καλύτερα τον ξεπεσμό και τη διάλυση γιατί πρόκειται για τη δική του οικογένεια.

Πράγματι τελειώνοντας το μυθιστόρημα διάβασα και τους προλόγους και επιλόγους. Το βιβλίο έχει μια εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο συγγραφέας το έγραψε προς το τέλος της ζωής του και δεν αξιώθηκε να το δει δημοσιευμένο. Εκδόθηκε λίγο με τα το θάνατο του το 1959 και στην αρχή έγινε αντικείμενο σκληρής κριτικής από την εκκλησία. Όμως σήμερα θεωρείται ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της Ιταλικής Λογοτεχνίας και είναι ένα βιβλίο που εξακολουθεί να πουλάει και να αρέσει. Κατά καιρούς το ανακαλύπτουν διάφοροι λογοτέχνες και γνωρίζει καινούρια άνοιξη.

Όταν διαβάσεις και τον επίλογο, το μυθιστόρημα παίρνει άλλες διαστάσεις. Δεν είναι πια απλώς ένα μυθιστόρημα για ένα τέλος εποχής αλλά γίνεται αυτοσαρκαστικό, σατιρικό, ειρωνικό και ακόμη πιο βαθιά πολιτικό.

Πολύ χαίρομαι που διάβασα αυτό το βιβλίο, ευχαριστώ τη Σοφία που μου το χάρισε στη γιορτή μου και της υπόσχομαι να διαβάζω ακόμη πιο πολλά σημαντικά βιβλία (κομμένα τα αστυνομικά για φέτος; Ε, εντάξει να μην το παρακάνουμε με τη βαριά κουλτούρα).

Συνεχίζω να είμαι στην κουζίνα μου, το αρνάκι ψήθηκε και τώρα τελειώνω πρέπει να κόψω σαλάτες. Καλή χρονιά σε όλους, να είστε καλά, να αγαπάτε και να σας αγαπούν…

resize-of-img_0411.jpg

2 Comments

  1. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο (κι ας με είχε φάει ο αδελφός μου να το διαβάσω, όταν σπούδαζε στην Ιταλία και ήταν στην εξεταστέα ύλη του), έχω δει όμως την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι και σ’ τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Όσο για τα αστυνομικά, που λες, μην τα υποτιμάς (που δεν νομίζω να το κάνεις…). Η εικόνα της Σικελίας που μεταφέρει ο Λαμπεντούζα στον Γατόπαρδο δεν βλέπω να διαφέρει και πολύ από την αντίστοιχη που περιγράφει ο Καμιλέρι στα αστυνομικά του βιβλία (μόνο που γρφει 50-60 χρόνια αργότερα). Το μόνο κακό των αστυνομικών είναι πως μας συνηθίζουν στη γρήγορη αναγνωση και όλα τα βιβλία δεν προσφέρονται για τέτοιο διάβασμα.

    Like

  2. Εγώ τα λατρεύω τα αστυνομικά. Η φίλη μου τα υποτιμά.

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s