Τρία Διήγηματα

Θανάσης Σκρουμπέλος – Ο Μπαλτάς και άλλες ιστορίες

Είχα πολύ καιρό αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου και παρόλο που μου αρέσει πολύ ο συγγραφέας, δεν αποφάσιζα να το διαβάζω κυρίως γιατί έχω το κόλλημα να μην αγαπάω πολύ τα διηγήματα. Αλλά κάποια μέρα αυτού του καλοκαιριού, μου φαίνεται ότι διάβαζα κάτι δύσκολο, και ήθελα ένα διάλειμμα, οπότε το έπιασα στα χέρια μου. Από κει και μετά ήταν θέμα χρόνου. Το ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα, νουβέλα θα έλεγα καλύτερα μια και είναι αρκετά εκτεταμένο είναι χειμαρρώδες, είναι δυνατό, είναι αληθινό. Το προηγούμενο βιβλίου του Σκρουμπέλου που είχα διαβάσει ήταν μια από τις καλύτερες απεικονίσεις της Ελλάδας της δεκαετίας του 50. Το συγκεκριμένο διήγημα είναι μια αντίστοιχη απεικόνιση της Ελλάδας της δεκαετίας του που άρχισε το 2000, με όλες τις παθογένειες που κουβαλάει (η Ελλάδα) από προηγούμενες δεκαετίες να μην πω αιώνες. Ο συγγραφέας έχει ένα πολύ παρατηρητικό μάτι και έχει ζήσει πολλά με αποτέλεσμα να ξέρει να τα μεταμορφώνει όλα σε μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος, με ήρωες καλούς και κακούς (στο ίδιο πρόσωπο), με την πόλη να βρίσκεται στο φόντο και στο προσκήνιο επίσης.

Μέρος τη πλοκής αποτελεί ένας διαγωνισμός για θεατρικό έργο και ένας από τους διαγωνιζόμενους γράφει ένα έργο σε ρυθμό χιπ-χοπ, ένα ποίημα μέσα στο διήγημα ουσιαστικά. Ένα ποίημα με τον κοφτό ρυθμό που επιτάσσει αυτό το είδος μουσικής, ένα ποίημα λαχανιασμένο που λέει όσα λέμε όλοι μας, όταν μιλάμε σιγανά στον εαυτό μας. Το μικρό απόσπασμα παρακάτω είναι για μένα σαν προσευχή:

«…κέρδισες μάρκα/κέρδισες ρούβλια/κέρδισες δολάρια/μα εμένα/δε θα με κερδίσεις ποτέ/εγώ γυμνός/φοβισμένος/φθαρτός/αφελής/έμπιστος/κόκκος σινάπεως/εύκολη/λεία/για τα δόντια και τα νύχια σου/κουτός/ευκολόπιστος/πρόβατο/μα εμένα/στον ήλιο/μοίρα/που/δεν έχω/δεν θα/με/κερδίσεις Ποτέ/γιατί εγώ/έλαβα, έφαγα και ήπια/από τη σάρκα και το αίμα/της Αγάπης»

Βασίλης Δρόλιας – Είμαστε Επτά

Το επόμενο διήγημα που διάβασα έχει κι αυτό σχέση με ένα ποίημα. Είναι εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο και σαν σύλληψη και σαν φιλοσοφία. Με αφορμή ένα ταξίδι,  ένα ποίημα του Wordsworth, την ελληνική του μετάφραση στήνει μια πολύ όμορφη ιστορία, υποβλητική και μυστηριώδη. Σε αυτό το διήγημα δεν ξέρουμε αν ο τόπος είναι η Ελλάδα ή όχι, δεν έχει καμία σημασία άλλωστε. Σημασία έχουν οι ιδέες και εν προκειμένω οι ιδέες των δύο ηρώων συγγραφέων. Ο ένας αντιπαθητικός μέσα στην αλαζονεία του αλλά και ελκυστικός με τον τρόπο που είναι ελκυστικοί οι ωραίοι τύποι που ξέρουν να απαγγέλουν ποιήματα. Ο άλλος πιο εσωτερικός βασανίζεται από τα προσωπικά του ζητήματα που αφορούν την έμπνευση (ίσως και τις γυναίκες και πώς να τις κατακτήσεις J ) Το σίγουρο είναι πως οι δυο τους μοιάζουν να συνδέονται με κάποιο μυστικό τρόπο και να κοιτάζουν το ίδιο πράγμα από διαφορετικές πλευρές. Αυτό το διήγημα μου άρεσε γιατί δημιουργεί μια ατμόσφαιρα, γιατί σε πρώτο επίπεδο διηγείται μια ιστορία μυστηρίου, μια ιστορία που θυμίζει λίγο Edgar Allan Poe, αλλά σε δεύτερο επίπεδο μιλάει για την ανησυχία του δημιουργού, για το άγχος της γραφής και της λευκής σελίδας, είναι ένα διήγημα για το μετιέ του συγγραφέα και την αναζήτηση της αλήθειας όπως τη θυμάται ο καθένας.

Έχει επίσης  σε μικρογραφία τα χαρακτηριστικά της γραφής του Δρόλια που μου αρέσουν, τη μη γραμμική διήγηση, τις ιστορίες μέσα στις ιστορίες, τις εικόνες από άλλα μέρη και τις αναφορές σε έργα άλλων δημιουργών.

Αλλά αυτό το διήγημα εκτός απ την ιστορία του είναι ενδιαφέρον και για ένα άλλο λόγο: δίνεται ως δώρο από το συγγραφέα, είναι διαθέσιμο για κατέβασμα σύμφωνα με τους κανόνες των Creative Commons, και προωθήθηκε μέσα από αυτό που λέγεται σε άπταιστα ελληνικά social media.

Μιχάλης Μακρόπουλος – Η Άδεια Καρέκλα

Το τρίτο διήγημα για το οποίο θα μιλήσω είναι ένα βιβλίο διηγημάτων, από το οποίο έχω διαβάσει τα περισσότερα. Είναι ένα βιβλίο που δεν περίμενα να μου αρέσει. Πρώτον, είπα, συλλογή διηγημάτων. Δεύτερον έλληνας συγγραφέας. Ξεκινούσε το καημένο το βιβλίο με χάντικαπ χάρη στις προσωπικές μου προκαταλήψεις. Διαβάζω το πρώτο διήγημα που είναι και εκτενέστερο από τα άλλα και δίνει τον τίτλο στο βιβλίο. Κοιμάμαι. Ξυπνάω την άλλη μέρα αποφασισμένη να το παρατήσω το βιβλίο και να συνεχίσω το Shock Doctrine της Naomi Clein. Άλλα κάποια στιγμή μέσα στη μέρα πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται τον ήρωα του διηγήματος κι αυτό για μένα είναι σίγουρο σημάδι ότι κάτι θέλει να μου πει αυτό το βιβλίο, για κάτσε να του ρίξω μια δεύτερη πιο προσεκτική ματιά. Έχοντας διαβάσει πλέον τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής, κατέληξα ότι μου άρεσαν despite myself, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι, παρά τη θέληση μου ας πούμε. Είναι διηγήματα χαμηλόφωνα, μιλάνε για στιγμές της καθημερινής μας ζωής, οι ήρωες τους είναι οι άνθρωποι στη γειτονιά και στην πολυκατοικία μας, οι εκδρομές που κάνουν είναι σε μέρη γνωστά μας, στο Πήλιο ή στην Πελοπόννησο, το λεωφορείο που παίρνουν είναι αυτό που περνάει από το δρόμο μας το 224 ή το 608 που πάει στο Γαλάτσι –Ζωγράφου.  Είναι διηγήματα που δεν απαίτησαν μέρες ή και βδομάδες έρευνας όπως του Δρόλια, ούτε προσεκτική παρατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας από το 1950 και μετά όπως του Σκρουμπέλου. Η έρευνα του βασίζεται στην έρευνα που κάνουμε όλοι μας κάθε μέρα, όταν πηγαίνουμε για ψώνια, όταν πηγαίνουμε στη δουλειά μας ή σε μια παρουσίαση βιβλίου. Είναι διηγήματα που δίνουν την ψευδαίσθηση ότι είναι απλά και εύκολα, που θα μπορούσαμε να τα γράψουμε κι εμείς, αλλά αυτό νομίζω είναι χαρακτηριστικό της μεγάλης τέχνης!

Αυτά λοιπόν με τα διηγήματα φέτος το καλοκαίρι. Γράφοντας αυτό το κομμάτι συνειδητοποίησα ακόμη ένα κοινό των τριών παραπάνω κειμένων: για κανένα δεν πλήρωσα χρήματα. Το πρώτο ήταν ένα αντίτυπο που μου στάλθηκε από τις εκδόσεις Τόπος (να ένα από τα καλά του να γράφεις ένα βιβλιοφιλικό μπλογκ – που και που σου χαρίζεται και κανένα βιβλίο), το δεύτερο όπως είπαμε διακινήθηκε δωρεάν από το συγγραφέα του και το τρίτο είναι ένα βιβλίο bookcrossing, οπότε είναι διαθέσιμο για όλους σας. Αν σας ενδιαφέρει γράψτε μου και θα σας το στείλω!

4 Comments

  1. Δεν διαβάζω blogs, αλλά τυχαία πέφτω πάνω σε καταχωρίσεις, αναζητώντας κάθε λογής πραγματολογικά στοιχεία ως μεταφραστής. Έτσι, τυχαία έπεσα πάνω σε τούτο το σχόλιο της Άννας, και φυσικά το διάβασα γιατί αφορούσε σ’ ένα δικό μου βιβλίο. Την ευχαριστώ πολύ για τα καλά της λόγια (κι ακόμη πιο πολύ την ευχαριστώ που ‘ναι απλά ειπωμένα, χωρίς επιτήδευση).
    Μιχάλης Μακρόπουλος

    Like

  2. Κύριε Μακρόπουλε, ομολογώ ότι το βιβλίο σας ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη φέτος το καλοκαίρι. Θα περιμένουμε και το επόμενο!

    Like

    1. Άννα, καλημέρα.
      Ο συγγραφέας ρωτά, σε ποια διεύθυνση μπορεί να σου στείλει ένα βιβλίο;
      Φιλικά,
      Μιχάλης Μακρόπουλος (mihalismakropoulos@hotmail.com)

      Like

      1. Μιχάλη συγγνώμη για το καθυστερημένο της απάντησης, σου στέλνω μέιλ…

        Like

Leave a comment