ελεύθερη πτήση ελεύθερη πτώση

ελεύθερη πτήση ελεύθερη πτώση

ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΑΣ, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΛΕΑΝΝΑ ΜΑΡΤΙΝΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ, ANTHONY REYNOLDS

Το περασμένο Σάββατο παρήγγειλα στον Πέλο το βιβλίο. «Θα σε ειδοποιήσω» μου είπε. Τετάρτη βράδυ ήρθε το μηνυματάκι στο Φουμπού, ότι ήρθε το βιβλιαράκι. Πέμπτη πρωί με το άνοιγμα παρκάρω ψιλοπαράνομα και αγχωμένα το αγοράζω και φεύγω, μέσα σε τρία λεπτά. Είναι και λίγο χτυπημένο το εξώφυλλο αλλά εγώ θέλω να το διαβάσω τώρα, δεν έχω υπομονή να περιμένω άλλες δυο τρεις μέρες. Ξεκινάω για το σχολείο και σε όλα τα φανάρια μέχρι να βγω απ την πόλη το ξεφυλλίζω. Η Λάρισα είναι μικρή βέβαια, δεν έχει και πολλά φανάρια, οπότε το μόνο που προλαβαίνω να δω είναι ότι όντως είναι πολύ ενδιαφέρον τυπογραφικά, όπως μου είπε ο Μπάμπης, δε μου έκανε πλάκα.

Στο σχολείο, φορτωμένη μέρα, στα διαλείμματα δεν προλαβαίνω  ούτε να κατουρήσω, τα παιδιά όλο κάτι θέλουν, η Γεωργία πάλι κλαίει γιατί δεν την παίζουν και ο Στέλιος πάλι κάποιον μεγαλύτερο πλάκωσε στις γρήγορες.

13.15 επιτέλους lunch break. Γρήγορα στο αμάξι, να πάω στο άλλο σχολείο και να χαρώ το μισάωρο κενό μου με το βιβλίο. Φτάνω Βλοχό, πάω στην αίθουσα των δασκάλων, είναι και η άλλη των Αγγλικών εκεί, φακ, πρέπει να είμαι κοινωνική και να πούμε δυο κουβέντες για τα παιδιά. 2 παρά είκοσι επιτέλους φεύγει κι εγώ μπορώ να ανοίξω τα ποιήματα!

Περνάω το πρώτο μέρος και πάω κατ ευθείαν στο κομμάτι του Γιαννακόπουλου και ω ναι! Αυτό είναι ευτυχία, είναι όλα εκεί, το ποίημα για τις γυναίκες που διαβάζουν, αυτό με το άρωμα βανίλια κι εκείνο που το είχα στείλει σε όλες τις φιλενάδες μου ένα πρωί. Έχει κι άλλα για μπλε νυχάκια ποδιών, για κουρτίνες που φυσάνε σε νησιά, για γάτες, για την καθημερινότητα μας που περνάει δίπλα μας κι εμείς αιώνια αλαζόνες δεν της δίνουμε σημασία. Και μετά έρχεται ο ποιητής και τα γράφει τόσο ωραία, και περιγράφει τη ζωή σου και είσαι μονίμως με ένα χαμόγελο στα χείλη. Σε μερικά γελάς φωναχτά πλέον, αυτό είναι, έχεις κολλήσει, δεν μπορείς να σταματήσεις κι ας πλησιάζει 2 και πρέπει να μπεις για μάθημα. Ο Σάκης ρωτάει «Μα τι διαβάζεις βρε παιδί μου και μετά το γράφεις και σε εσεμές;» Του δείχνω, «Ε ναι έχεις δίκιο λέει είναι πολύ καλό»! Είναι το ποίημα με τους δεκαπενταετείς ναυτίλους. Να θυμηθώ να κοιτάξω πότε πήρα το Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη, τόσο θα ήμουν πρώτη η δευτέρα Λυκείου, κι ο Μπάμπης κάπου εκεί θα ήταν, αν ήμασταν στο ίδιο σχολείο θα ήταν μια τάξη μεγαλύτερος από μένα και μπορεί να κάναμε παρέα.

Το απόγευμα έχω λίγο χρόνο και το διαβάζω πιο προσεκτικά, διαβάζω και τα ποιήματα των άλλων. Μου αρέσουν. Του Γεωργά είναι πιο ανεπτυγμένα ίσως, πιο πολιτικά θα έλεγα αλλά κι εκείνα μιλάνε για τον έρωτα που τελειώνει και γι άντρες που δεν κατάφεραν να πουν αυτά που ήθελαν στις γυναίκες της ζωής τους. Αυτά που είναι αποκάλυψη είναι του Μπαμπασάκη πάντως. Ένα συνεχές παιχνίδι με τις λέξεις και τους ήχους, τα διαβάζεις και θες να τα προφέρεις κιόλας, να τα πεις δυνατά, είναι ποιήματα για απαγγελία, ποιήματα μεθυσμένα και μεθυστικά. Ανάμεσα στο Γιαννακόπουλο και τον Μπαμπασάκη οι ζωγραφιές/φωτογραφίες της Μαρτίνου. Και στο τέλος ένας Αμερικανός ποιητής που καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί χώρεσε κι αυτός στη συλλογή: Θα έλεγα ότι το κοινό χαρακτηριστικό και των τεσσάρων είναι τα θέματα τους, οι αναφορές στα βιβλία και τη μουσική, οι αναφορές σε άλλους καλλιτέχνες. Ίσως για κάποιους να ακούγεται ομφαλοσκοπικό το να γράφεις ποιήματα για άλλα ποιήματα, να αναφέρεσαι σε άλλους συγγραφείς και ανθρώπους της τέχνης αλλά στην περίπτωση των τεσσάρων δεν είναι. Αναφέρουν αυτούς τους ανθρώπους γιατί ζουν κάθε μέρα μαζί τους είναι οι σύντροφοι και οι συνοδοιπόροι κι ας έχουν πεθάνει από χρόνια.

Κι αυτό που μου άρεσε πιο πολύ είναι ότι όλο το βιβλίο είναι σαν μια συνομιλία. Δεν είναι καθόλου σαν να μαζεύτηκαν 4 ποιητές κι μια ζωγράφος και να βάλανε το κομματάκι τους και να σηκώθηκαν να φύγουν. Είναι σαν τα ποιήματα τους να μιλάνε μεταξύ τους, καταλαβαίνεις ότι είναι φίλοι καρδιακοί ότι έχουν περάσει πολλά βράδια πίνοντας γελώντας, κάνοντας ό,τι καφρίλες και σπουδαία πράγματα κάνουν οι φίλοι . Ακόμη και ο θάνατος είναι άλλος θάνατος σ αυτό το βιβλίο. Στο εξώφυλλο ένας άνθρωπος που πέφτει, ο εμβληματικός άνθρωπος που αυτοκτονεί από τους δίδυμους πύργους; Πριν ανοίξω το βιβλίο το σκεφτόμουν. Δηλαδή τι; Αυτοκτονία; Αλλά όχι είναι πτήση, είναι φόνος, να σκοτώσουμε ό,τι μας σκοτώνει που λέει κι ο Γεωργάς. Είναι ένα βιβλίο όμορφο, πολύ διαφορετικό απ’όλα τα βιβλία ποίησης που έχω στη βιβλιοθήκη μου με την αισθητική των εκδόσεων ΟΞΥ.

Να σκοτώσουμε ό,τι μας σκοτώνει λοιπόν και να παρατηρούμε τη λάμψη των μικρών πραγμάτων. Και να ερωτευόμαστε ξανά και ξανά με τους ίδιους ανθρώπους. Ή με άλλους, ό,τι αρέσει στον καθένα… Ή όπως λέει ο Μπάμπης:

«Έλα να ζήσουμε τον έρωτα μας

έτσι που ο κόσμος όλος

να μας πάρει για τρελούς»

13 Comments

  1. Συμφωνώ με την olga tsiourva, και επιπλέον πάρκαρες παράνομα επί της Αθ. Διάκου? Ντροπής πράγματα. Μην σε ακούσει (διαβάσει) ο Τζάνακας και την έβαψες αναδρομικά.

    bye

    Like

  2. Αν διαβάζει ο δήμαρχος μας, αυτό το μπλογκ εγώ να πάω να πληρώσω πρόστιμο!

    Like

  3. Επιτέλους, ένα κανονικό ποστ σε αυτό το μπλογκ! Από πέρυσι είχαμε να διαβάσουμε κάτι τόσο ωραίο :)))

    Like

  4. @Χαράλαμπος: Δεν είχαμε καλό υλικό μάλλον!!! 🙂

    Like

  5. Επισκέφθηκα μετά από καιρό το blog σας και χάρηκα που σας βρήκα σε… φόρμα. Ξέρω καλά πως είναι να θέλεις τόσο πολύ ν’αφοσιωθείς στο βιβλίο (ή την ταινία ή το cd) που μόλις αγόρασες που όλα τ’άλλα /όλοι οι άλλοι να σ’εκνευρίζουν!…

    Like

  6. Μάλλον το μήνυμα μου θα είναι το άσχετο μήνυμα σε τούτο το ποστ, όμως θέλω να σας μιλήσω για ένα βιβλίο που διαταράσσει τελευταία τον ευαίσθητο συναισθηματικό μου κόσμο. Αυτές τις μέρες και τούτες τις Ώρες διαβάζω το τελευταίο βιβλίο του Φόερ που έχει μεταφραστή στην ελληνική, το Εξαιρετικά Δυνατά & Απίστευτα Κοντά. Η λέξη Ώρες έχει σκοπίμως χρησιμοποιηθεί από εμένα, μιας και ο Φόερ για εμένα γίνεται ότι και ο αγαπημένος μου Κάνιγχαμ, γίνεται ένας από τους κύριους τροφοδότες δομικών υλικών με τα οποία χτίζω την συναισθηματική μου μπουρζουαζία γύρω από τον άξονα του εγώ μου. Είναι ακόμα ένας συγγραφέας που ο τρόπος που πλέκει τις μυθοπλασίες του και το περιεχόμενο των ιστοριών του με συγκινεί τόσο βαθιά και απόλυτα, τόσο ολοκληρωτικά που του αφοσιώνομαι με κάθε έννοια που το κάνει ένας ταγμένος αναγνώστης. Δε διαβάζω απλά το βιβλίο του, αλλά το ζω. Το κουβαλάω συνέχεια, το έχω πλάι μου ακόμα και στην έδρα μου στο σχολείο, το χαϊδεύω, το ξεφυλλίζω, το μυρίζω, το επικαλούμαι συνεχώς, αναπλάθω με κάθε ευκαιρία τους ήρωες μέσα, αποδομώ το οικοδόμημα της δραματουργίας του σε πρωτεύοντα δομικά υλικά τα οποία και επαναχρησιμοποιήσω για να ενισχύσω και να επεκτείνω τον μέσα μου κόσμο. Άλλωστε με τον Φόερ πλέουμε σε ίδιες θάλασσες, σε ίδια νερά, δεν είναι για εμένα ένας Σαραμάγκου, με τον οποίον υποκλινόμενος συγκρούομαι σε ένα πεδίο κοφτερής ωμότητας, για εμένα είναι Κάνιγχαμ, Ο Φοέρ λοιπόν μου δίνει την υπόκωφη οδύνη της απώλειας ως φωνή για να ουρλιάξω μέσα μου, μου δίνει τα λόγια που δεν λέγονται ποτέ για να μην σηκώσουν θύελλες σαν λέξεις που λέω μέσα μου, μου δίνει την φυγή από μια ζωή που δεν υπάρχεις σαν παρουσία μέσα μου. Δεν ξέρω αν έχετε ήδη παρουσιάσει αυτό το βιβλίο στο blog σας. Σε μια γρήγορη αναζήτηση που έκανα σε προηγούμενες αναρτήσεις σας δεν το είδα. Αν το έχετε κάνει ζητώ συγνώμη που καταχώρησα το μήνυμα αυτό εδώ και όχι στην κατάλληλη ανάρτηση. Ευχαριστώ.

    Like

  7. Όχι δεν το έχω διαβάσει το συγκεκριμένο του Φόερ. Ομολογώ ότι δεν είχα σκοπό να το κάνω γιατί το προηγούμενο δικό του με είχε απογοητεύσει κάπως, αλλά μετά από την περιγραφή σας κλονίζομαι…Ευχαριστώ που αφήσατε αυτό το παθιασμένο σχόλιο εδώ!

    Like

Leave a comment