Διάβασα Το Τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου. Πέρσι που πήρε το Νόμπελ η Αλεξίεβιτς δε με είχε απασχολήσει αν είναι ή όχι λογοτεχνία τα βιβλία της. Δεν την είχα ξανα ακούσει είναι η αλήθεια. Και γι αυτό το λόγο χαίρομαι πολύ που πήρε το βραβείο. Το αξίζει και τη γνώρισε και μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων.
Το βιβλίο είναι συγκλονιστικό. Αποτελείται από αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων, κατοίκων της σημερινής Ρωσίας, της πάλαι πότε ΕΣΣΔ. Έχω ένα θεματάκι με τη Ρωσία και θέλω να μάθω και τη γλώσσα. Όλο το αναβάλλω. Η γιαγιά μου ήταν κατά το ήμισυ Ρωσίδα και με γοητεύει αυτό. Ήταν σκληρός και δυνατός άνθρωπος ταυτόχρονα. Τη βρήκα σε πολλές από τις μαρτυρίες που διάβασα στο βιβλίο.
Θα ‘θελα πολύ να διαβάσω τι λένε για το βιβλίο άνθρωποι που έχουν περάσει (ή είναι ακόμη) στο ΚΚΕ για παράδειγμα, ή που διατείνονται ότι είναι κομμουνιστές. Η δική μου γενιά ενηλικιώθηκε εκεί κοντά στην κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και πανηγυρίζαμε τότε για τους ανθρώπους που κέρδισαν την ελευθερία τους. Θυμάμαι καλά το Γκόρμπι και τη γλυκιά γυναίκα του Ράισα που όπως λέει η Αλεξίεβιτς την αγαπούσε με πάθος, με ένα «καθόλου Σοβιετικό τρόπο». Θυμάμαι επίσης την ξαδέλφη της μαμάς μου, τη Ρηνούλα που σπούδαζε στη Ρουμανία τη δεκαετία του ’80 και της έστελναν οι δικοί της πακέτα με είδη καθημερινά όπως χαρτί υγείας και τα απαραίτητα τζιν. Έχω γνωρίσει έκτοτε αρκετούς ανθρώπους που ζούσαν σε πρώην Κομμουνιστικές χώρες, στην Πολωνία, στην τότε Τσεχοσλοβακία, στη Γιουγκοσλαβία. Δεν έχω γνωρίσει, παρά μόνο πολύ επιφανειακά, Ρώσους.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο μας δίνει μια πολύ ευρεία εικόνα για το τι σήμαινε η περεστρόικα και το πέρασμα στον καπιταλισμό για τους ανθρώπους της Ρωσίας. Η χώρα είναι τόσο μεγάλη και τόσο διαφορετική στην κάθε περιοχή της. Το βιβλίο έχει μαρτυρίες από σχεδόν όλο το φάσμα των ανθρώπων και της οικονομικής και πολιτικής γεωγραφίας: εργάτες, επιστήμονες, αγρότες, εγκληματίες, διανοούμενους, ανθρώπους που δούλευαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ανθρώπους που πέρασαν τα χρόνια τους στη φυλακή, φοιτητές, αναλφάβητους, αλκοολικούς, κόκκινους, λευκούς, όλους. Αν μάλιστα διαβαστεί σε συνδυασμό με το Τσάρο της Αγάπης και της Τέκνο του Anthony Marra, τότε η εικόνα που παίρνουμε για τη σημερινή Ρωσία είναι πολύ σκοτεινή, σκληρή, απαισιόδοξη.
Αυτό που μου έκανε πολύ εντύπωση ήταν οι συνεχείς αναφορές στην ποίηση και τα βιβλία. Πόσο διάβαζε ο Σοβιετικός λαός, ανά την επικράτεια, πόσο συζητούσε για τα βιβλία, πόσο πίστευε σε αυτά και στους ήρωές των. Προσπάθησα να συγκεντρώσω τις αναφορές που μου άρεσαν περισσότερο αλλά είχε κι άλλες πολλές ακόμη. Θα σας δώσει μια καλή ιδέα για το ύφος του βιβλίου κι ελπίζω να σας πείσει ότι όχι μόνο είναι λογοτεχνία αλλά και υψηλή μάλιστα.
.. “Έψαξα να βρω εκείνους που ρίζωσαν μέχρι θανάτου στην ιδέα, που την άφησαν να διεισδύσει μέσα τους και δεν ξεκόλλησαν ποτέ απ΄αυτήν. Το κράτος αντικατέστησε τα πάντα γι αυτούς, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Δεν μπόρεσαν να βγουν απ’τη δοξασμένη ιστορία, να αποδεσμευτούν…να ευτυχήσουν με άλλο τρόπο. Να βουτήξουν..να πέσουν με τα μούτρα σε μια ύπαρξη ιδιωτική, όπως γίνεται σήμερα που δοξάζεται ως μεγάλο το μικρό. Που ο άνθρωπος απλά θέλει να ζήσει, χωρίς μεγάλες ιδέες. Τέτοιο πράγμα στη ζωή του Ρώσου δεν υπήρξε ποτέ, είναι κάτι που δεν το γνωρίζει ούτε η ρωσική λογοτεχνία.”
“Όλη η ζωή της δεκαετίας του 60 είναι η ζωή στην κουζίνα. Χάρη στον Χρουστσοφ! Στην εποχή του βγήκαν οι άνθρωποι από τα κοινόβια διαμερίσματα, απέκτησαν ιδιωτικές κουζίνες όπου μπορούσαν να βρίζουν την εξουσία, και κυρίως να μη φοβούνται, επειδή στις κουζίνες ήταν όλοι δικοί μας. Εκεί γεννιόνταν ιδέες, φανταστικά σχέδια.”
“Καθόμασταν στις κουζίνες, βρίζαμε τη σοβιετική εξουσία και λέγαμε ανέκδοτα. Διαβάζαμε σαμιζντάντ. Αν κάποιος από μας έβρισκε κανένα καινούργιο βιβλίο, μπορούσε να εμφανιστεί στο σπίτι των φίλων του οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου -ακόμα και στις δύο ή τρεις το πρωί θα ήταν ευπρόσδεκτος.
“Με την περεστρόικα τέλειωσαν όλα…Βγήκαμε από τις κουζίνες στους δρόμους κι εκεί ξεκαθάρισε το πράγμα, δεν είχαμε ιδέες, τόσο καιρό απλώς καθόμαστε και τα λέγαμε…Ποιον ενδιέφερε που είχες διαβάσει όλον τον Χέγκελ; Η λέξη ουμανιστής ακουγόταν σαν ιατρική διάγνωση. Αυτό είναι όλο, έλεγαν, που ξέρουν -να κρατάνε στο χέρι το βιβλαράκι με την ποίηση του Μάντελσταμ”.
“Δεν ήταν μόνο στρατιωτική η ζωή μας…Στο στρατόπεδο ο μπαμπάς συνάντησε πολλές φορές μορφωμένους ανθρώπους. Ποτέ άλλοτε δε συνάντησε τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Μερικοί απ’αυτούς έγραφαν ποιήματα, και αυτοί επέζησαν περισσότερο”.
“Συνάντησα τη γειτόνισσα: “ντρέπομαι που χαίρομαι με τη γερμανική καφετιέρα…Αλλά είμαι ευτυχισμένη!” Αυτή που κάποτε περίμενε όλη νύχτα στην ουρά για ένα βιβλιαράκι της Αχμάτοβα τώρα τρελλαίνεται με την καφετιέρα.”
“Το ξέρεις πως είχαμε πόλεμο; Μετἀ την πτώση της ΕΣΣΔ άρχισαν αμέσως τις μάχες…Μόνο όποιος είχε αυτόματο ζούσε καλά. Πήγαινε στο σχολείο…Κάθε μέρα έβλεπα δυο τρία πτώματα. Η μαμά δε με άφηνε να πάω σχολείο. Καθόμουν σπίτι και διάβαζα Ομάρ Καγιάμ. Όλοι διαβάζουν Καγιάμ. Τον ξέρεις; Αν τον ξέρεις, είσαι αδελφή μου.”
“Στην Α΄Λυκείου είχα έναν έρωτα. Ζούσε στη Μόσχα. Πήγα και τον βρήκα μόνο για τρεις μέρες. Το πρωί στο σταθμό ένας φίλος του μας έδωσε ένα δακτυλόγραφο των απομνημονευμάτων της Ναντιέζντα Μαντελσταμ. Τότε όλοι τη διάβαζαν. Έπρεπε να επιστρέψουμε το βιβλίο την άλλη μέρα στις 4 το πρωί…Διαβάζαμε όλο το εικοσιτετράωρο κολλημένοι, μόνο μια φορά πεταχτήκαμε έξω να αγοράσουμε και μια φρατζόλα ψωμί. Ούτε να φιληθούμε θυμηθήκαμε, περνούσαμε απλώς ο ένας στον άλλο τα φύλλα”.