Διάβασα στις διακοπές το “Τίποτε Δε Χάνεται”. Βρίσκω ομοιότητες με το προηγούμενο βιβλίο για το οποίο σας έγραψα του Lemn Sissay αλλά και πολλές διαφορές.
Ένα παιδί 11 χρονών το οποίο έχει εγκαταλείψει η οικογένεια του, ζει με ένα νεαρό κηδεμόνα και τη σύντροφο του τελευταίου. Η ιστορία τους είναι λυπητερή, προσπαθούν να αποφύγουν τις υπηρεσίες πρόνοιας και πρέπει να αποδεικνύουν συνεχώς ότι μπορούν να μείνουν μαζί. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου βγαίνει στον αναγνώστη ένα “βρε το άτυχο το παιδί” αλλά και ένα “κοίτα πόσο ανθρώπινες καταστάσεις”.
Φυσικά παρακολουθούμε κι ένα πανόραμα της σύγχρονης Γαλλίας, μια σύνοψη του πώς γεννιέται ο ρατσισμός, η εγκληματικότητα, ο φονταμενταλισμος στις πόλεις ή πιο σωστά σε αυτά τα τόσο χαρακτηριστικά Γαλλικά προάστια, ένα εγχειρίδιο του πώς (δεν) αντιμετωπιζεται η ψυχική ασθένεια.
Οι ήρωες είναι όλοι αταίριαστοι, misfits, που θα έλεγαν και στο χωριό μου, δε χωράνε πουθενά. Ακόμη κι αν προέρχονται από πλούσιες μπουρζουάδικες οικογένειες δεν καταφέρνουν να ανήκουν κάπου, να στεριώσουν φιλίες, δουλειές, σπίτια. Οι αστυνομικοί βιαιοπραγούν καθημερινά, οι μανάδες είναι σκληρές – για να επιβιώσουν παρατάνε τα παιδιά τους, οι δικηγόροι για να μπορέσουν να σε ξελασπώσουν θέλουν πολλά χρήματα, οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να βοηθήσουν αλλά είναι σαν να μην έχουν ιδέα για το τί συμβαίνει στην πραγματική ζωή.
Η πραγματική ζωή. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ενώ διάβαζα το βιβλίο ποια είναι τελοσπάντων η πραγματική ζωή. Έχω ταξιδέψει αρκετές φορές στη Γαλλία, έχω φίλες Γαλλίδες, έχω διαβάσει αρκετή γαλλική λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, οι προσωπικές μου εμπειρίες είναι προφανώς περιορισμένες. Έχω επισκεφτεί 2-3 μέρη ως τουρίστρια και οι φίλες μου είναι περίπου σαν κι εμένα, εκπαιδευτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι που ζουν μια σχετικά προστατευμένη ζωή. Προνομιούχα θα λέγαμε. Ναι, δεν πρέπει να ντρεπόμαστε, είμαστε προνομιούχοι. Και τα προνόμια δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα χρήματα. Οι άνθρωποι που περιγράφονται όμως στο βιβλίο είναι εντελώς άλλη περίπτωση. Ζουν στα περίχωρα της πρωτεύουσας αλλά είναι σαν να ζουν σε κωμόπολη. Το περίχωρο που είναι η τοποθεσίας της ιστορίας (Les Verrieres) βρίσκεται περίπου 14 χιλιόμετρα από το Παρίσι αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Κάνουν επαγγέλματα όπως κοινωνικός λειτουργός, νυχτερινός υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, ταμίας. Οι νέοι ζουν μια περιορισμένη ζωή, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν τους λαμβάνει υπ’οψη , χωρίς κανένα σχέδιο για το μέλλον. Η αστυνομική βία, η διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων, η ασχήμια του τόπου, είναι το ψωμοτύρι τους. Πολύ πριν το φετινό καλοκαίρι και τις διαμαρτυρίες για τις δολοφονίες μαύρων από αστυνομικούς στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, η Γαλλία είχε τα δικά της απεχθή παραδείγματα.
Σίγουρα δεν είναι μόνο αυτή η Γαλλία. Αλλά είναι η εντύπωση μου ότι τα τελευταία χρόνια οι εκπρόσωποι αυτής της Γαλλίας βγαίνουν μπροστά και την κάνουν ορατή. Τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική είναι συγγραφείς, δικηγόροι, γιατροί, υπουργοί και στελέχη κυβερνήσεων. Έχουν φωνή και μιλάνε για το ρατσισμό, για τη φτώχεια, για την αστυνομική βία. Μιλάνε για την υποβάθμιση της ζωής στα περίχωρα. Για την κρίση σε θεσμούς όπως η παιδεία και η υγεία. Κι εδώ υπάρχει και ένα παράδοξο: η ίδια η Mehdi λέει ότι παράτησε το σχολείο γιατί της φαινόταν ανεπίκαιρο (“απαιτούσαν από 16χρονα παιδιά να εκφέρουν άποψη για λογοτεχνικά έργα αιώνων”, λέει σε μια συνέντευξη της σε μια εφημερίδα της Λυών) ωστόσο μάλλον αυτό το “παλιομοδίτικο” σχολείο είναι αυτό που της έδωσε τα εφόδια για να γράψει τόσο ενδιαφέροντα πράγματα σε τόσο μικρή ηλικία.
Η συγγραφέας λέει ότι αυτό το μυθιστόρημα της είναι μια ιστορία για την αστυνομική βία. Λέει επίσης ότι έφτιαξε πρώτα στο μυαλό της τους χαρακτήρες και μετά την ιστορία. Όντως οι ήρωες της είναι γραμμένοι τόσο καλά που η αναγνώστρια να θέλει οπωσδήποτε να μάθει τί γίνεται παρακάτω. Όσο για το κεντρικό θέμα εγώ δεν το κατάλαβα έτσι. Περισσότερο το είδα σαν μια υπόθεση του πως οι ψυχικές ασθένειες μπορούν να οδηγήσουν στα άκρα όταν δεν ασχολείται κανείς μαζί τους. Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η διαφωνία μου με τη συγγραφέα. Η “λύση” που προτείνει είναι για μένα ακραία, δεν είναι λύση, μόνο πρόσκαιρα ανακουφίζει. Ίσως όμως να μιλάω από την προνομιακή μου θέση…
Όπως και να’χει η Mehdi γράφει ρεαλιστικά, δημιουργεί ήρωες που συγκινούν και μας κάνουν να σκεφτόμαστε, γράφει για τη γενιά της και την εποχή της, είναι θυμωμένη αλλά και ανοιχτόμυαλη, βρίσκει παρηγοριά στην ποίηση και στην αγάπη. Ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί.
