Δύο ωραία βιβλία

Διάβασα το βιβλίο «Η μνήμη του Σώματος» της Αχλάμ Μοσταγανμί, ένα παλιομοδίτικο μυθιστόρημα, μια μεγάλη ιστορία αγάπης και ταυτόχρονα η ιστορία μιας πόλης. Διάβασα αυτό το βιβλίο γιατί γνωρίζω δικτυακά τη μεταφράστριά του, την Ελένη Καπετανάκη, και τα θερμά της λόγια με έπεισαν. Είχε όντως δίκιο, είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα της αραβικής γλώσσας και χαίρομαι πολύ που το διάβασα. Έγραψα παλιομοδίτικο στην αρχή και εννοώ στον τρόπο που αναπτύσσονται οι ήρωες αλλά κυρίως στη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Ο τρόπος που μιλάει για τον έρωτα του ο πρωταγωνιστής θα σας θυμίσει παλιά μυθιστορήματα, ιστορίες που δεν ξέρω αν έχουμε διαβάσει κάπου, αν έχουμε δει στο σινεμά ή αν έχουμε φανταστεί. Ο κεντρικός ήρωας, ένας βετεράνος της Αλγερινής επανάστασης, μετά την Ανεξαρτησία της χώρας του και την αποχώρηση των Γάλλων, απογοητεύεται από την τροπή που παίρνουν τα πολιτικά πράγματα και αυτοεξορίζεται στη…Γαλλία. Εκεί μέσα από μια παράξενη στροφή της τύχης γνωρίζει την κόρη του παλιού του διοικητή στον πόλεμο και την ερωτεύεται. Διχασμένος ανάμεσα στον έρωτά του, την αγάπη του για τη γενέθλια πόλη του, την Κωνσταντίνη (την αρχαία Σύρτη ) και την ανάγκη του για δημιουργία, ζει καταστάσεις παθιασμένες γεμάτες από λογοτεχνία και ποίηση και φυσικά, γεμάτες από απώλειες, προδοσία, ματαίωση.

Στην αρχή του βιβλίου ο ήρωας μας συναντά την κοπέλα που θα αγαπήσει βαθιά συνειδητοποιώντας ότι είναι το κοριτσάκι που είχε γνωρίσει στην Αλγερία πριν πολλά χρόνια. Εκείνος την ερωτεύεται ξαφνικά και για πάντα, εκείνη χρειάζεται το χρόνο της. Σε κάποια στιγμή είναι Παρασκευή και δίνουν ραντεβού για τη Δευτέρα. Και γράφει η Μοσταγανμί για το αιώνιο μέτρημα του χρόνου των ερωτευμένων:

«Ύστερα άρχισα να μετρώ τις νύχτες. Υπολόγισα τρεις ολόκληρες νύχτες: της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής. Αναρωτιόμουν πώς να τις περάσω, γνώριζα από πριν ότι θα ήταν μεγάλες. Τότε μου ήρθε στο μυαλό ένα στίχος από ποίημα παλιό που ποτέ πριν δεν τον είχα πιστέψει:

Μετράω τις νύχτες τη μία μετά την άλλη

Κι έχω ζήσει έναν αιώνα που νύχτες δε μετρούσα

Έτσι δεν ξεκινά η αγάπη πάντα; Όταν αρχίζουμε να ανταλλάσσουμε τα δικά μας ιδιαίτερα μέτρα με άλλα προσυμφωνημένα, όταν στο χρόνο μας συγκαταλέγεται μια περίοδος της ζωή μας που μοιάζει άχρονη.»

Δεν ξέρω σε τι κοινό θα αρέσει αυτό το βιβλίο. Είναι αλήθεια ότι δεν το είδα να κυκλοφορεί ούτε σε αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, ούτε να το κρατάει κάποια στις διακοπές της. Αυτή η υπερπληθώρα βιβλίων, που είναι καλή φυσικά, χωρίς αυτήν δεν θα είχε βρει αυτό το βιβλίο το δρόμο του για το σπίτι μου, δε θα είχα περάσει μερικά απολαυστικά απογεύματα με την παρέα του, αλλά με κάνει και να αναρωτιέμαι: Πόσες άραγε αναγνώστριες/ες θα βρει αυτό το βιβλίο;

 Κι όμως είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Η συγγραφέας του είναι από τις πρώτες συγγραφείς που έγραψαν στα αραβικά μετά την ανεξαρτητοποίηση της Αλγερίας. Σίγουρα πολλά απ’όσα λέει η ηρωίδα της ιστορίας, μια νέα γυναίκα που προσπαθεί να γράψει στα Αραβικά, απηχούν αυτά που έζησε η ίδια η συγγραφέας. Διαβάζω μάλιστα ότι το 1972 που εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή αυτή δεν έγινε και πολύ ενθουσιωδώς δεκτή στη χώρα της, γιατί δεν ήταν και δεδομένο ότι μια γυναίκα θα μιλούσε για τον έρωτα και το σώμα της και μάλιστα στα Αραβικά, τη γλώσσα των ιερών κειμένων. Η χώρα είχε ήδη πάρει μια συντηρητική στροφή και οι γυναίκες που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των αντρών για την ανεξαρτησία δεν είχαν πια δικαίωμα στην έκφραση και τη δημιουργία (Στοιχεία από τη Wikipedia). Η ίδια λέει ότι τα Αραβικά είναι η γλώσσα του έρωτα και ότι δε μπορεί να γράψει ποίηση σε καμία άλλη γλώσσα. Αναφέρει μάλιστα ότι υπάρχουν τουλάχιστον 70 συνώνυμες λέξεις για την αγάπη στα Αραβικά. Αυτό σίγουρα αντανακλάται στο βιβλίο. Και κάτι άλλο που παίζει σπουδαίο ρόλο στην αφήγηση είναι η ίδια η πόλη της Κωνσταντίνης . Έψαξα μερικές εικόνες της και είναι πράγματι μια πολύ εντυπωσιακή πόλη με φαράγγια και γέφυρες που διατηρεί την αίγλη της ιστορίας της.

Κάθομαι κι εγώ τώρα, ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου και προσπαθώ να γράψω αυτό το κείμενο. Οι φίλες μου μού λένε να μην προσπαθώ, απλώς να γράφω. Εγώ όμως κατακλύζομαι από σκέψεις όπως «ποιον ενδιαφέρει άραγε αυτό που γράφω», «για ποιον γράφω ;» «είναι της ώρας να μιλάω για μια ιστορία αγάπης ενώ το σύμπαν καίγεται;». Δεν έχω απαντήσεις. Ιδρώνω και ξειδρώνω, γράφω και σβήνω και το μόνο που έχω να σας πω είναι ότι όταν το διάβαζα το βιβλίο ένιωθα ότι έχει πολύ νόημα, ένιωθα ότι ο έρωτας δεν είναι ποτέ παλιομοδίτικος, ένιωθα ότι οι ιστορίες μας είναι σημαντικές και πρέπει να τις μοιραζόμαστε. Ευτυχώς λοιπόν που η Αχλάμ Μοσταγανμί δεν άκουσε τις φωνές που της έλεγαν ότι δεν έχει δικαίωμα να γράψει. Βέβαια να πούμε εδώ ότι δημοσίευσε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα μακριά από την πατρίδα της, όταν μετοίκησε με την οικογένεια της στο Λίβανο. Ίσως αυτό να είναι επίσης ένα τίμημα της Ελευθερίας – να φεύγεις μακριά απ’ότι αγαπάς περισσότερο.

Τους τελευταίους μήνες διάβασα ακόμη ένα βιβλίο που έχει ως κέντρο του μια ιστορία αγάπης. Το Napoli, Mon amour, του Ναπολιτάνου Αλέσιο Φορτζόνε με αφορμή τη σχέση ενός νεαρού ζευγαριού μιλάει για τα προβλήματα μιας γενιάς, της γενιάς μεταξύ 20 και 30, που ψάχνει δουλειά, μάλλον ζει ακόμη με τους γονείς της, τρώει όσο πιο φτηνά γίνεται και τη βγάζει σε παγκάκια με μπύρες από το περίπτερο. Μου άρεσαν πολύ οι περιγραφές της Νάπολης, ο τρόπος που ο Φορτζόνε μας αποκάλυπτε σιγά σιγά στοιχεία του ήρωά του και είχα σκεφτεί και σ΄εκείνο το βιβλίο ότι το ζευγάρι έχει κάτι παλιομοδίτικο εννοώντας από τη δεκαετία του 80. Μάλλον η λέξη δεν είναι ακριβής: Θέλω να πω ότι περιέγραφε την προσπάθεια του ήρωα, του Αμορεζάνο, να γνωρίσει το κορίτσι που αγάπησε με ένα τρόπο που ταίριαζε περισσότερο στο πως φλερτάραμε κάποτε κι εμείς στη δεκαετία του 80: αργά, με υπαινικτικό τρόπο, περιμένοντας πολύ, τις περισσότερες φορές χωρίς να γίνεται κάτι. Αυτό με ξάφνιασε γιατί νόμιζα ότι οι τωρινοί νέοι σχετίζονται διαφορετικά, ότι το σεξ γίνεται γρήγορα, ότι χρησιμοποιούν άλλους κώδικες.

«Έστριψε προς τα δεξιά, στην οδό Ντουόμο. Η άκρη του παλτού της χόρευε. Ήμουν δίπλα της και δεν ήξερα ακόμη τι να της πω. Η μπίρα τάραξε το στομάχι μου και μέσα στο στήθος μου έγινε έκρηξη. Άναψα το τσιγάρο για να μυρίσω κάτι άλλο. Με το τσιγάρο αφαιρέθηκα κι έπεσα πάνω της, γιατί εκείνη είχε σταματήσει στην άκρη του πεζοδρόμιου και περίμενε τ΄αμάξια να την αφήσουν να περάσει. Ο καθεδρικός ναός, κίτρινος όπως εμείς, βρισκόταν ακριβώς απέναντι και μας κοίταξε και τότε εκείνη κοίταξε εμένα.

Δεν ήμουν προετοιμασμένος.

«Είσαι πιο όμορφη κι από τη Νάπολι που κερδίζει 4-1 την Μπολόνια» της είπα.

Το βιβλίο του Φορτζόνε δεν έχει τίποτε το επικό όπως αυτό της Μοσταγανμί. Είναι πολύ σημερινό, θα βρείτε μέσα πολλές από τις αγωνίες που περνάμε όλοι μας: τα περιορισμένα χρήματα, η μοναξιά, η αναζήτηση δουλειάς, οι φίλοι, οι άσχημες πόλεις μας, τα ακριβά ποτά, η ανάγκη της δημιουργίας. Και κάτω απ’όλα, ο έρωτας.

«Έγραψα με ξεκάθαρο τρόπο ότι η ζωή που κάναμε, αργόσυρτη και μπερδεμένη, άρεσε στο Ρούσο, αλλά εγώ τη σιχαινόμουν. ‘Έγραψα ότι έπρεπε να δράσω. Έγραψα ότι όταν είσαι απογοητευμένος, αλλά δεν κάνεις τίποτα για να αλλάξεις, χτίζεις ένα άλλοθι με τις ίδιες τις απογοητεύσεις. Έγραψα ότι ο χρόνος περνάει ελπίζοντας να γίνεις κάποιος ή κάτι, ότι εγώ ποτέ δεν είχα ελπίσει σε τίποτα και ότι στο τέλος είχα καταφέρει να γίνω ένα τίποτε. Έγραψα ότι καταριόμουν το πανεπιστήμιο, πεταμένα λεφτά και χαμένα χρόνια, ότι καταριόμουν τη θάλασσα, γιατί μου είχε εξηγήσει πράγματα που καλό θα ήταν να μην καταλαβαίνεις. Έγραψα ότι η Νίνα μ’έκανε να νιώθω ζωντανός και ότι κινδυνεύει η ζωή μου, κι αυτή η αίσθηση του κινδύνου και ο φόβος που τη συνόδευε ήταν εκεί για να μου υπενθυμίζουν ότι κρατιόμουν ακόμη από τη ζωή.»

Να λοιπόν που έχω ήδη γράψει πάνω από 1000 λέξεις για δύο πολύ διαφορετικά βιβλία στα οποία βρήκα ένα κοινό νήμα: ιστορίες αγάπης, ήρωες συγγραφείς, ήρωες ματαιωμένοι. Δεν είμαι σίγουρη αν ξέρω περισσότερα για τον έρωτα και την αγάπη μετά από αυτές τις αναγνώσεις, άλλωστε ο έρωτας είναι όπως το κολύμπι, κανείς δεν έμαθε να κολυμπά διαβάζοντας ένα βιβλίο. Κι εξακολουθώ να αναρωτιέμαι αν ένα τέτοιο κείμενο έχει νόημα σήμερα. Το αφήνω εκεί έξω όμως και ίσως αποκτήσει το νόημα του κάποια άλλη στιγμή.

Leave a comment