Διάβασα το Sunset Park του Paul Auster. Όταν περνάω (ξανά) υπαρξιακές κρίσεις θέλω να διαβάσω κάτι παρηγορητικό, ένα συγγραφέα που να ξέρω καλά, που να τον αγαπάω. Είναι σαν να διαβάζω ένα φίλο. Κι έτσι πριν φύγω για διακοπές φόρτωσα στο κιντλ το Sunset Park. Ήταν όπως το περίμενα. Αλλά δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό.
Έχω ξαναγράψει για τον Πωλ Ώστερ και πώς ξεκίνησα να τον διαβάζω. Έγινε αγαπημένος μου όταν ήμουν αρκετά πιο μικρή , όταν τα κείμενα που είχα διαβάσει στα Αγγλικά ήταν ελάχιστα. Τώρα είμαι 39 χρονών (σχεδόν) και οι υπαρξιακές κρίσεις είναι βαθύτερες και οδυνηρότερες. Ο Ώστερ ξέρει ακόμη να γράφει μια ωραία ιστορία και να πλέκει τις ζωές των ανθρώπων, αλλά δε με συγκινεί και τόσο.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μάλιστα η χαρά του βιβλιοφάγου, γιατί έχει ήρωα ένα πληγωμένο νέο που του αρέσει να διαβάζει και να βγάζει φωτογραφίες, βρίθει αναφορών σε άλλους συγγραφείς, κυρίως σε νεκρούς συγγραφείς, οι υπόλοιποι ήρωες είναι είτε εκδότες, είτε συγγραφείς, είτε φιλόλογοι. Όσοι δε διαβάζουν είναι κάπως ρηχοί σε αυτό το βιβλίο ή απλώς κακοί, ή απλώς καμένοι. Αλλά παρόλο το ενδιαφέρον πλαίσιο και τον αξιέραστο ήρωα (είναι ψηλός, μεγαλόσωμος, διαβάζει συνέχεια και συγκινείται από μια καλή ιστορία, ξέρει ποιος είναι ο Μίλτον – τι άλλο να ζητήσει μια κοπέλα) το βιβλίο είναι επίπεδο, δεν καταφέρνει να απογειωθεί.
Σκέφτομαι μήπως είμαι άδικη με το βιβλίο. Είναι μια καλογραμμένη ιστορία, με πολλά από τα χαρακτηριστικά του Ώστερ, όπως την αγάπη για το μπέιζμπολ και τους πληγωμένους άνδρες, τη Νέα Υόρκη στο φόντο (αν και έχει και λίγο από Φλόριδα το συγκεκριμένο), οικογενειακά μυστικά που ταλαιπωρούν τους ήρωες. Αλλά αυτό που με ενόχλησε είναι ότι σε ένα τόσο μικρό βιβλίο (μόλις 220 σελίδες) μας γνωρίζει τουλάχιστον 4 επιπλέον του βασικού χαρακτήρες οι οποίοι μένουν ασκιαγράφητοι σε μεγάλο βαθμό. Η ιστορία της Ellen Brice ας πούμε είναι τουλάχιστον μισή. Ούτε καν μισή. Και τελειώνει με ένα τόσο στερεοτυπικό τρόπο λες και τα προβλήματα των ανθρώπων λύνονται αν αρχίσεις να φοράς κραγιόν και κόψεις τα μαλλιά σου. (Trust me, κόβω τα μαλλιά μου κάθε μήνα). Ε, να κάτι τέτοια με ενόχλησαν και τα θεώρησα ευκολίες από μέρους του συγγραφέα.
Τώρα αυτό που μένει να ανακαλύψω, είναι αν ο Ώστερ ήταν πάντα έτσι, ή αν εγώ απλώς μεγάλωσα και θέλω κάτι παραπάνω.
Κι εδώ μια μάλλον θετική κριτική από τους New York Times
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μια κριτική με την οποία συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό από τον Indepedent
Ώστε έτσι λοιπόν ο Ώστερ…
Πάντως κι εγώ στις κρίσεις,στα παλιά μου λημέρια επιστρέφω.Θες η γλώσσα,θες οι ήρωες,θες η όλη ατμόσφαιρα,νιώθεις την ζεστασιά(ή έστω την οικεία ψυχρότητα) ενός δικού σου,αγαπημένου τόπου.
LikeLike
Όπως τα λες Τζόννυ μου!
LikeLike