Οι «σωστοί» δημοσιογράφοι, συγγραφείς, γραφιάδες εν γένει δεν πρέπει, λέει, να γράφουν κείμενα εν θερμώ. Εγώ δεν είμαι τίποτε από τα παραπάνω, δεν ξέρω τι είμαι, δεν γράφω καν συχνά σε αυτό το μπλογκ για να με αποκαλώ συνεπή μπλόγκερ οπότε δε χρειάζεται και να ακολουθώ τους κανόνες. Διάβασα χθες το βιβλίο της Ασλί Ερντογάν κι έχω συγκινηθεί πολύ. Σήμερα διαβάζω και τις συνεντεύξεις της και μερικά πράγματα για τη ζωή της και τη θαυμάζω ακόμη περισσότερο.
Για το βιβλίο: πρόκειται για μια συλλογή μικρών ως επί το πλείστον κειμένων, τα οποία έγραφε η συγγραφέας όταν δούλευε για 2 χρόνια στη Γενεύη, τη δεκαετία του 90. Εκείνη την εποχή εργαζόταν ως φυσικός στο εργαστήριο του Cern και δεν είχε εκδώσει ακόμη τη λογοτεχνική δουλειά της. Αργότερα έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, παράτησε τη φυσική και αυτά τα κείμενα έγιναν βιβλίο, το δεύτερό της. Είναι όπως γράφει η μεταφράστρια της Ανθή Καρρά, «γραμμένα για τον εαυτό της, πρωτόλεια, χωρίς καμία λογοτεχνική φιλοδοξία». Ίσως γι αυτό το βιβλίο είναι κάπως άνισο κατά τη γνώμη μου. Το πρώτο μέρος στο οποίο περιγράφει κυρίως την καθημερινότητα της σε αυτή την Κεντροευρωπαϊκή πόλη και πώς τη βιώνει μια γυναίκα μοναχική που προέρχεται από μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα, είναι το καλύτερο κομμάτι του βιβλίου. Είναι ειλικρινές, είναι δυνατό, οι περισσότερες γυναίκες θα βρούμε μέσα ένα κομμάτι του εαυτού μας. Το δεύτερο μέρος είναι πιο λυρικό, πιο μυθοπλαστικό, δε μου άρεσε τόσο πολύ εκτός από το τελευταίο διήγημα, με ηρωίδα πάλι μια δυνατή γυναίκα. Θέλω να διαβάσω και τα επόμενα της, τον Οστρακάνθρωπο και την Πόλη με την Κόκκινη Κάπα.
Σε αυτά τα μικρά της κείμενα μιλάει για τη μοναχική ζωή της σε αυτή την κρύα κυριολεκτικά και μεταφορικά πόλη. Γράφει για τους δρόμους και τα ποτάμια της Γενεύης, για τα καφέ και τα μπαρ που κλείνουν από τις δέκα, γράφει για τις συνοικίες των μεταναστών και των παρανόμων. Γράφει για το πώς βιώνει μια ασθένεια που της έχει στοιχίσει το ένα μάτι της, γράφει για το πώς προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει την πόλη με το ένα μάτι που της έχει απομείνει. Δεν ξέρω αν αυτή η ασθένεια που αναφέρει είναι αληθινή ή φανταστική. Είναι μια εξαιρετική μεταφορά πάντως: η ζωή του μετανάστη είναι σαν να βλέπεις τα πράγματα με μισή όραση. Σίγουρα βλέπεις άλλα πράγματα που δεν τα βλέπει ο μόνιμος κάτοικος και σίγουρα χάνεις κάποια άλλα. «Όποιος τριγυρνά μοναχός του μετά τα μεσάνυχτα στους δρόμους είναι άλλωστε, παντού στον κόσμο, σίγουρα ξένος… Αν έχω κάτι αισιόδοξο να πω για την προσφυγιά και τη μετανάστευση είναι πως δε γνωρίζω καμιά άλλη εμπειρία που να σου διδάσκει καλύτερα τη ζωή».
Γράφει επίσης για τη ζωή της γυναίκας. Της γυναίκας που την έχουν μάθει να φοβάται –το σκοτάδι, τους άντρες, το σεξ. Για τις γυναίκες που δε μιλάνε και πιστεύουν όλα όσα τους λένε οι άντρες που θα βρεθούν στο δρόμο τους. Για της γυναίκες της Μέσης Ανατολής που δεν απέκτησαν ποτέ αυτοπεποίθηση, για τις γυναίκες που αυταρχικά ή θρησκοληπτικά καθεστώτα τους στέρησαν την εφηβεία τους. Για τις γυναίκες που τις θεωρούν ηλίθιες μόνο και μόνο γιατί δεν είναι αρκετά αυταρχικές. Για τις γυναίκες που τις κοιτάζουν σαρκαστικά όταν τολμούν να μιλήσουν για αγάπη. Για τις γυναίκες που είναι μόνες τους ανάμεσα σε άντρες στα πάνελ των παρουσιάσεων ή των συνεδριάσεων. Για τις γυναίκες που πάνε στο γιατρό μόνες τους και δεν υπάρχει κάποιος να μπορεί να τους βάλει σταγόνες στο μάτι, πόσω μάλλον να τις βοηθήσει όταν περνάνε καρκίνο. Σε όλες αυτές τις γυναίκες λέει η Ερντογάν: «Κοίτα κοπέλα μου, ό,τι και να είσαι μην του δίνεις σημασία. Όταν ένας άντρας στέκεται μπροστά σου και σε κοιτάζει σαν να μην αξίζεις ούτε ένα παϊδάκι του, κι αρχίζει να σου λέει εξυπνάδες για σένα, για το παρελθόν σου και το μέλλον σου, τι είσαι και τι δε θα είσαι, εσύ να μην τον ακούς ποτέ! Αν σου πει πως έχεις πολύ φαρδιά λεκάνη, πως κρέμονται τα στήθια σου, πως είναι πάντα γλαρωμένα τα μάτια σου, πως το μυαλό σου δε δουλεύει πολύ γρήγορα, αν βρίσκει εντελώς κοινότοπα τα λογοτεχνικά σου γούστα, αν περιγελά τη μεταπτυχιακή σου εργασία, τα πρώτα σου αδέξια ποιήματα ή τις μουσικές σου συνθέσεις, παράτα τον αμέσως. Αν αρχίσει μάλιστα να σου λέει πως δε θα γίνεις ποτέ ευτυχισμένη, πρόκειται για ένα κάθαρμα που δε γνωρίζει τα όρια του, και του αξίζει μια γροθιά στη μούρη.»
Σήμερα διαβάζω τις συνεντεύξεις που έδωσε όταν ήρθε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 17. Διαβάζω για τη φυλάκισή της στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Η Ερντογάν γύρισε στη γενέτειρα της, την Κωνσταντινούπολη αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη γραφή, δούλεψε ως δημοσιογράφος σε φιλοκουρδικά έντυπα, απολύθηκε, ξαναβρήκε δουλειά δε σταμάτησε να γράφει και τον Ιούλιο του ‘16 η αστυνομία της χτύπησε την πόρτα και την κατηγόρησε για τρομοκρατία. ««Φανταστείτε ότι βρίσκεστε σ’ έναν σταθμό τρένου. Κάνει κρύο. Δεν μπορείτε να φύγετε από εκεί. Είστε με άλλα είκοσι άτομα που δεν γνωρίζετε. Και δεν έχετε την παραμικρή ιδέα πότε θα περάσει το επόμενο τρένο. Σε δύο ώρες, δύο μήνες, δύο χρόνια; Ποτέ; Κάπως έτσι ήταν στη φυλακή. Το χειρότερο με αυτή την εμπειρία ήταν ότι δεν ήξερα πόσο χρόνο θα διαρκέσει». Για ένα πράγμα, ωστόσο, ήταν σίγουρη. «Ηξερα ότι ο μόνος τρόπος να μ’ αφήσουν ελεύθερη ήταν η πολιτική πίεση. Γιατί αμφιβάλλω αν στην Τουρκία ισχύει πλέον το κράτος δικαίου» (από το άρθρο του Γρηγόρη Μπέκου στο Βήμα).
Για να επανέλθω στο βιβλίο: η Ερντογάν έφυγε με χαρά από την Τουρκία για να συνεχίσει τις σπουδές της, για να ζήσει με ελευθερία, για να ξεφύγει από μια καταπιεστική χώρα. Όμως πατρίδα μας είναι οι άνθρωποι που αγαπάμε, είναι οι αναμνήσεις μας, είναι τα καφέ της εφηβείας μας, είναι τα βιβλία που διαβάσαμε, είναι οι γεύσεις που απολαύσαμε κάποτε με ένα αγαπημένο πρόσωπο. Από αυτά δεν μπορείς να ξεφύγεις όσο μακριά κι αν πας. Και ταυτόχρονα φτιάχνουμε καινούριες πατρίδες. Καινούριες πόλεις «που αρχίζουν να ζουν γιατί εκεί υπάρχει κάποιος που αγαπάς». Καινούριες γεύσεις. Όταν η συγγραφέας ήρθε στην Αθήνα συναντήθηκε με τη δημοσιογράφο Μαριάννα Κακαουνάκη. «Μετά το γεύμα, πήγαμε παρέα στο σούπερ μάρκετ. Έψαχνε κάτι που είχε φάει πριν από χρόνια στη Ρόδο και την είχε ενθουσιάσει. Τελικά τα βρήκε: κρητικά παξιμάδια.»
Στα ελληνικά: Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορούν τα βιβλία της Ο θαυμαστός Μανδαρίνος, και το Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου.
In English: The book I am writing about in this post is the Miraculous Mandarin which hasn’t been translated yet in English. You can find though two other of Asli Erdogan’s works in English: The City in Crimson Cloak and The Stone building and Other places.
En Français: La majorité des livres d’Asli Erdogan ont parues chez les Editions Actes Sud. Le livre dont je parle dans ce poste est Le Mandarin miraculeux. J’ai adoré son style d’écriture et les histories fortes d’une femme solitaire et courageuse qui essaye de vivre loin de son pays.