Ένα Ισπανο-ελληνικό βιβλίο!

BEATRIZ CARCAMO ABOITIZ – En las ruinas crecen plantas y otras cartas de la naturaleza griega

Είναι Κυριακή απόγευμα, πρώτες μέρες του καλοκαιριού κι εγώ κάθομαι στην κουζίνα μου. Είναι το δωμάτιο που γράφω κι ας μην είναι ακριβώς ένα δικό μου δωμάτιο, ας περνάνε κάθε λίγο τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας μου για να πιούνε νερό, να φτιάξουν καφέ. Στα αριστερά μου είναι ανοιχτή η πόρτα της κουζίνας για να γίνεται λίγο ρεύμα. Έπιασαν νωρίς φέτος οι ζέστες, κάθε χρόνο και πιο νωρίς, κάθε καλοκαίρι και πιο ζεστό. Η θέα στον ακάλυπτο όχι και η καλύτερη. Το πίσω μέρος των διαμερισμάτων, τα απλωμένα ρούχα, οι σφουγγαρίστρες της γειτόνισσας, μια ψησταριά, τα μπαλκόνια βαμμένα παράταιρα, ένα πράσινο που βγάζει μάτι στην απέναντι πολυκατοικία, ένας σκύλος που ζεσταίνεται και που και που βγάζει ένα αλύχτισμα, μόνο μία γλάστρα με αρμπαρόριζα σε όλη αυτή την πανδαισία. Όλο λέω θα ξεκινήσω αυτό το πρότζεκτ που θα μετατρέψει την πίσω βεράντα σε παράδεισο, που θα έχω τόσο μεγάλα φυτά που θα κρύβουν τη θέα στα απέναντι μπαλκόνια, αλλά όλο το αναβάλλω. Δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχουν λεφτά, κλασικά πράγματα. Δεν πειράζει, κι αυτό Ελλάδα είναι. Σκέφτομαι αν η φίλη μου η Βεατρίκη έχει δει τους άσχημους ακάλυπτούς μας.

Η Βεατρίκη Κάρκαμο Αμποϊτίθ είναι μια περιβαλλοντολόγος από την Ισπανία που έχει περάσει αρκετά χρόνια δουλεύοντας στην Ελλάδα σε Εθνικούς Δρυμούς και Περιβαλλοντικά Κέντρα. Τη γνώρισα πριν από 20 χρόνια περίπου στο Σουφλί. Εγώ ήμουν μια νεαρή εκπαιδευτικός που διορίστηκε αναπληρώτρια στα σύνορα. Η Μπέα ήταν μια ακόμη νεαρότερη περιβαλλοντολόγος που είχε έρθει με ένα Ευρωπαϊκό πρόγραμμα να κάνει την πρακτική της στη Δαδιά. Συναντηθήκαμε σε μια χορευτική ομάδα γιατί κάπως πρέπει να γεμίσει κάποιος τα χειμωνιάτικα απογεύματα στη μεθόριο . Λίγο πριν φύγω από το Σουφλί χάρισα στη Μπέα ένα βιβλίο ποίησης, του Νίκου Καββαδία. Μάθαινε τότε ελληνικά και μου είχε φανεί καλή εισαγωγή.

Τα χρόνια πέρασαν, τα σοσιαλ μίντια άρχισαν να υπάρχουν και κάποια στιγμή η Μπέα μου λέει ότι περνάει από τη Λάρισα. Πράγματι βρεθήκαμε είπαμε τα νέα μας, θυμάμαι ότι κάναμε μια μεγάλη βόλτα κοντά στο ποτάμι και τα πουλιά (που είναι και το βασικό ενδιαφέρον της) πετούσαν σε σμήνη. Από τότε κάθε φορά που περπατάω εκεί θυμάμαι εκείνο το απόγευμα.

Κι άλλα χρόνια πέρασαν. Ανταλάσσαμε που και που βιβλία. Μια χρονιά της έστειλα τα ποιήματα του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου,  της Κικής Δημουλά και της Μαρίας Χαραλαμπίδη. Εκείνη μου έστειλε τα βιβλία του Γκαλεάνο στα Ισπανικά. Μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου η Μπέα μου έστειλε έναν υπέροχο τόμο με τα ποιήματα της Gloria Fuertes, μιας εμβληματικής ποιήτριας από την Ισπανία για την οποία δεν είχα ακούσει ποτέ. Εκείνο τον καιρό που μπαινοβγαίναμε στα νοσοκομεία και τα κέντρα αποκατάστασης, τα ποίηματα της Φουέρτες  μου έκαναν παρέα.

Εν τω μεταξύ η Βεατρίκη συνεχίζει να πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα. Παντρεύτηκε έναν Έλληνα ζουν μαζί στην Ισπανία αλλά έρχονται κάθε χρόνο. Από εκείνη τη χρονιά που περπατήσαμε στο ποτάμι, πάνε πάνω από 10 χρόνια δεν έχουμε καταφέρει να συντονιστούμε και να συναντηθούμε ξανά. Δεν πειράζει, συναντιόμαστε στα διαβάσματα μας.

Πριν λίγο καιρό μου ήρθε ένα μήνυμα ότι έχω πακετάκι σε ένα BOX NOW. Το ανοίγω και τι να δω; Η αγαπημένη Βεατρίκη έχει γράψει ένα βιβλίο που το λέει “En las Ruinas Crecen plantas y otras Cartas desde la Naturaleza Griega” – «Στα ερείπια βγαίνουν φυτά και άλλες κάρτες από την Ελληνική Φύση».

Είναι ένα σύντομο βιβλίο που αποτελείται από 29 κάρτες/μικρά κεφάλαια που μιλάνε για την ελληνική φύση και το τοπίο, για τους ανθρώπους που γνώρισε στη χώρα μας, για τη μουσική.

Είναι πάντα ενδιαφέρον να διαβάζουμε βιβλία ανθρώπων που δεν είναι από δω αλλά γράφουν για τον τόπο μας. Η διαφορετική ματιά, βλέπει πάντα πράγματα που εμείς δεν έχουμε παρατηρήσει ή σκεφτεί. Αυτά που εμείς θεωρούμε δεδομένα για εκείνους και εκείνες είναι εξωτικά, παράξενα, ασυνήθιστα. Η Βεατρίκη θεωρεί πια την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα της, μιλάει φανταστικά ελληνικά πλέον και διαβάζει μυθιστορήματα και ποίηση. Βλέπει ελληνικές ταινίες και αγαπάει τα τραγούδια της Ελευθερίας  Αρβανιτάκη.  Έχει ταξιδέψει στην Ελλάδα περισσότερο από μένα (σε ένα σημείο λέει ότι μέτρησε τα νησιά που έχει πάει και είναι 16 – εγώ μόνο 13 έχω επισκεφτεί), και έχει δει πλευρές της Ελλάδας, που δεν είναι συνηθισμένες. Έχει δει τις φωλιές των γυπαετών και των τσαλαπετεινών, έχει βρεθεί ένα πρωινό σε ένα νησί στο νότιο Αιγαίο, αποκλεισμένη να περιμένει να πέσει ο καιρός για να έρθει η βάρκα να τους πάρει. Έχει αγαπήσει το δάσος της Δαδιάς και είναι γι αυτή μεγάλη η στενοχώρια για το κακό που έγινε πέρσι, λίγο πριν πάει το βιβλίο της στο τυπογραφείο.

Μιλάει για τη χώρα μας με αγάπη και δέος, θαυμάζει την τεράστια βιοποικιλότητα του τόπου μας που εμείς θεωρούμε δεδομένη. Απολαμβάνει στιγμές μοναδικά ελληνικές: ένας οδηγός ΚΤΕΛ που σταματάει το λεωφορείο που κάνει τη διαδρομή Σουφλί- Δαδιά για να αγοράσει καρπούζι, ένα πάρτι γενεθλίων σε μια ταβέρνα σε ένα έρημο χωριό που εξελίσσεται σε γλέντι, ένα κουπέ σε  νυχτερινό τραίνο στο οποί ο όλοι μοιράζονται ό,τι έφεραν για να φάνε, ένα αγριολούλουδο που μεγαλώνει στο βράχο της Ακρόπολης, η Micromeria Acropolitana.

«Η Ελλάδα πρώτα κολλάει πάνω μου, μετά μπλέκεται γύρω μου και στο τέλος καταλήγει να ριζώνει βαθιά μέσα μου. Με τις ρίζες της με κουβαλάει και με αφήνει, με σφίγγει μέχρι την έκσταση ή τη ναυτία και η αντιφατική της φύση με διατηρεί σε μια μόνιμη κατάσταση θαυμασμού»

Βλέπει πολύ καθαρά τα στραβά που βλέπουμε κι εμείς αλλά έχει ένα γλυκό τρόπο να τα συγχωρεί όπως ας πούμε τα σκουπίδια που βρίσκονται παντού.

Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν φοιήτρια Εράσμους είχα περάσει έξι μήνες στη Σεβίλλη. Είχα αγαπήσει κι εγώ πολύ αυτή την Ιβηρική χώρα. Από τις πρώτες στιγμές είχα αισθανθεί οικεία, οι άνθρωποι είχαν παρόμοια χρώματα με τους δικούς μας ανθρώπους και η τονικότητα της γλώσσας τους ήταν πολύ εύκολη για μένα. Σύντομα κι εγώ μιλούσα τα τσάτρα πάτρα Ισπανικά μου και οι άνθρωποι χαίρονταν τόσο πολύ γι αυτή την προσπάθεια που με αγαπούσαν άμα τη εμφανίσει. Το ίδιο περιγράφει και η Μπέα. Ακόμη και οι ιδιωματικές εκφράσεις μας είναι παρόμοιες. Γι αυτό νομίζω ότι αυτό το μικρό βιβλιαράκι έχει αξία και για το ελληνικό κοινό. Αν το διαβάσετε θα μάθετε σίγουρα ένα σωρό πράγματα για την ελληνική φύση και ίσως θυμηθείτε να απολαμβάνετε περισσότερο αυτές τις ιδιαίτερες στιγμές που είναι μοναδικά ελληνικές. Μακάρι κάποιος ελληνικός εκδοτικός οίκος να ενδιαφερθεί και να το δούμε μεταφρασμένο.

Σήμερα πάντως που κάθομαι στην κουζίνα και προσπαθώ να γράψω αυτό το κείμενο για ένα πολύ ωραίο βιβλίο κοιτάζοντας την ασχήμια που μεγαλώνει δίπλα μου, προβληματισμένη για το καλοκαίρι που έρχεται και τα ταξίδια σε υπερ- τουριστικά νησιά (για οικογενειακούς λόγους) ξέρω ότι η Μπέα θα καταλάβει και θα κουνήσει το σγουρομάλλικο κεφάλι της με τρυφερότητα.

1 Comment

  1. τι ωραίο κείμενο, αννούλα! πολύ με συγκίνησες.

    Like

Leave a comment