ΙΩΑΝΝΑ ΝΤΟΥΜΠΡΟΥ – Αρκτικός

Με ρωτάνε κάποιες φορές οι φίλες πώς διαλέγω τα βιβλία που διαβάζω. Σήμερα θα σας πω για μια τέτοια επιλογή. Πηγαίνω που και που και χαζεύω στη μεγάλη αλυσίδα της πόλης μας. (Ναι, ναι, ξέρω στηρίζουμε τα μικρά βιβλιοπωλεία, οι δυο-τρεις σοβαροί βιβλιοπώλες της πόλης μου είναι φίλοι μου. Και τα παιδιά που δουλεύουν όμως στις αλυσίδες είναι βιβλιοπώλες από βιβλιοπωλεία που έκλεισαν. Τέσπα, όσον αφορά τα βιβλία ας πούμε ότι αγοράζω από παντού για διαφορετικούς λόγους). Εκείνη τη μέρα πήγα ένα τέταρτο πριν κλείσουν σκεφτόμενη «ωραία δεν έχω πολύ χρόνο, απλώς θα ρίξω μια ματιά αν υπάρχει κάτι καινούριο και θα φύγω». Καθώς περνούσα όμως από το διάδρομο της ελληνικής λογοτεχνίας, ένα εξώφυλλο τράβηξε την προσοχή μου.

Εκείνη τη μέρα έκανε πολύ ζέστη στην πόλη μου. Κι αυτό το εξώφυλλο και ο τίτλος του βιβλίου έριξε αμέσως 1 βαθμό τη θερμοκρασία. Έχω από παλιά ένα ενδιαφέρον γι αυτά τα πολύ κρύα μέρη, έχω διαβάσει βιβλία εξερευνήσεων στην Ανταρκτική και την Αρκτική, ίσως είναι η παιδική αγάπη για τον Ιούλιο Βερν, ίσως είναι ο συμβολισμός αυτών των δύο άκρων του πλανήτη μας, ίσως γιατί είναι το τελευταίο μεγάλο ταξίδι που απέμεινε στον άνθωπο όπως έλεγε και ο Shackleton, δεν ξέρω γιατί ακριβώς, πάντως πήρα το βιβλίο στα χέρια μου και διάβασα την περίληψη.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω τίποτε για τη συγγραφέα. Πρώτη φορά ακούω το όνομά της. Ούτε για το βιβλίο. Βλέπω στο εσώφυλλο ότι την επιμέλεια της σειράς έχει η Ελένη Κεχαγιόγλου των εκδόσεων Πατάκη. Εντάξει, σκέφτομαι, η γυναίκα είναι εγγύηση. Αποκλείεται να είναι αδιάφορο το βιβλίο.

Εν τω μεταξύ τα λεπτά περνούν. Κάπου βαθιά ακούγεται μία ανακοίνωση «Σας ενημερώνουμε ότι το κατάστημα θα κλείσει σε 10 λεπτά». Αρχίζω να διαβάζω τις πρώτες σελίδες. Κι εκεί νομίζω πέφτει μια κουρτίνα γύρω μου. Εγώ διαβάζω  και έχω πέσει σε μία τρύπα, προσπαθώ να κρατηθώ από κάπου αλλά δεν μπορώ. Γιατί εκεί στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου είναι σαν να διαβάζω για τον εαυτό μου. Είναι σαν να έχω συναντήσει μία σωσία μου σε λογοτεχνική ηρωίδα. Είναι σαν να κοιτάζω στον καθρέφτη και μία γυναίκα να με χαιρετάει. Εγώ νομίζω ότι ο χρόνος έχει σταματήσει αλλά προφανώς όχι. Ακούω ένα διακριτικό βηχαλάκι και συνειδητοποιώ ότι το κατάστημα έχει κλείσει, ο υπεύθυνος μου το ανακοινώνει ευγενικά, Μπορώ να πληρώσω; Ναι, στο ισόγειο μου λέει, αναρωτιέμαι τι θα έκανα αν μου έλεγε όχι, γιατί εγώ πρέπει να φύγω με αυτό το βιβλίο από εκεί μέσα. Ευτυχώς οι άνθρωποι έχουν κατανόηση και 3 λεπτά αργότερα βγαίνουμε (εγώ και ο Αρκτικός) από την πλαϊνή πόρτα του καταστήματος, μια πόρτα κάπως κρυφή, αν δεν ξέρεις ότι υπάρχει δεν την παρατηρείς.  Αυτά έγιναν την Τρίτη.

Ευτυχισμένη που έχω το αντικείμενο του πόθου μου γυρίζω σπίτι και αρχίζω να διαβάζω στη βεράντα. Η εξωτερική θερμοκρασία είναι ακόμη στους 36 βαθμούς, 9.30 το βράδυ. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου περνάνε σκέψεις για το ότι αυτό θα είναι μάλλον το δροσερότερο καλοκαίρι από τα επόμενα. Αλλά είπαμε εγώ διαβάζω τον Αρκτικό.

«Η αλήθεια είναι ότι σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω πώς έφτασα σ’αυτό το σημείο. Πώς δηλαδή χαίρομαι με το τίποτα. Με το κουνουπίδι που αν το κόψεις σε φέτες μοιάζει με μπονζάι, μ’ένα βουνό μανταρίνια που λούζονται στο απογευματινό φως, μ’ένα βιβλίο που μιλάει για το πώς να κάνεις πισίνα πάρτι κι ας μην έχεις πισίνα, μ’ένα φανάρι στη γειτονιά μου που μια μέρα έπαψε να είναι στρογγυλό και πήρε το σχήμα καρδιάς…κι ένα σωρό άλλα απίθανα πράγματα που με κάνουν κάθε πρωί να πετάγομαι από το κρεβάτι έμπλεη ευγνωμοσύνης που ζω, έστω κι αν δεν υπάρχει κάποιος να μοιραστώ μαζί του αυτή την παράξενη ευτυχία».

Τώρα ξέρω ότι κανονικά πρέπει να πω δυο λόγια για την πλοκή του βιβλίου, πρέπει ίσως να κάνω κάποιες φιλολογικές παρατηρήσεις, να σας μιλήσω για τη γλώσσα του, να κάνω κάποιες συνδέσεις με άλλα βιβλία, να πω σε ποια λογοτεχνική σχολή ανήκει.

Σε αυτό το βιβλίο παρόλο που υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, «ταξίδι ζωής» όπως λέει και η ηρωίδα, λίγο ειρωνικά μάλλον, και κανά δυο μικροπεριπέτειες, βασικά δε συμβαίνει τίποτε. Κυρίως τις σκέψεις της αφηγήτριας ακούμε, τις αναφορές της σε βιβλία και τόπους, σε ποιήματα, σε παλιότερες ιστορίες εξερεύνησης, στις εμμονές της ηρωίδας, στις παραξενιές της. Μία φράση στα λατινικά, μια καρκινική επιγραφή (αυτές που διαβάζονται από την αρχή ως το τέλος και από το τέλος ως την αρχή – πάντα με γοήτευαν αυτές οι φράσεις) in girum imus nocte et consummimur igni είναι η φράση που επαναλαμβάνεται και με το που την είδα σκέφτηκα ότι σίγουρα η συγγραφέας αγαπάει κι αυτή τον Καμπρέ και τις εκδόσεις Πόλις. (Ζάουμε Καμπρέ – Και μας καταβροχθίζει η φωτιά, εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός).

Υπάρχουν δύο βασικοί ήρωες, ένα ζευγάρι κάπως παράδοξο, έχουν πάρει σύνταξη πρόσφατα και σχεδιάζουν ένα μεγάλο ταξίδι. Είναι κάπως αταίριαστοι μεταξύ τους, εμφανισιακά – η γυναίκα είναι μεγαλόσωμη με ωραίο ασπρουδερό στρογγυλό πρόσωπο και ο άντρας μικροκαμωμένος, μαυριδερός – αλλά και ιδεολογικά, όμως με κάποιο τρόπο ταιριάζουν.

Και τα χρόνια μεταξύ τους κυλούν και τους φέρνουν στο Βορειότερο σημείο της γης, στο σημείο «που μπορείς να περάσεις από τη μια μέρα στην άλλη σε δευτερόλεπτα, αν και στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει, γιατί ο χρόνος καταλύεται. Οι εικοσιτέσσερις ζώνες ώρας του πλανήτη συγκλίνουν σε ένα και μοναδικό σημείο, το τώρα».

Όπως ίσως καταλάβατε μέχρι τώρα δεν μπορώ να απαντήσω στα ερωτήματα που η ίδια έθεσα.  Βυθίστηκα μέσα σε αυτό το βιβλίο, το διάβασα σχεδόν με μια ανάσα, γοητεύτηκα πάρα πολύ από την ιστορία, ένιωσα ότι η ηρωίδα είναι σαν κι εμένα. Όλα όσα έκανε, τα μικρά ψεμματάκια, οι αποκοτιές, οι λαρτζ χειρονομίες της, μου ταιριάζουν και θα μπορούσα να τα κάνω κι εγώ. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το πέρασμα από άλλα βιβλία, οι ιστορίες που διαλέγει να μας αφηγηθεί, οι αναφορές σε αληθινές αποστολές εξερεύνησης του Αρκτικού Κύκλου.

Εκ των υστέρων διάβασα και μια κριτική του βιβλίου από τον Αλέξανδρο Ζωγραφάκη, αυτόν τον ακούραστο και ασυνήθιστο κριτικό της πρόσφατης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Με δεδομένη την αυστηρότητα του, μάλλον θετικά το αποτιμά. Συμφωνώ απόλυτα μαζί του για τη λεπτοδουλεμένη γλώσσα του βιβλίου. Εκείνος βρίσκει περιττές κάποιες αναφορές στις διαφορετικές  φανταστικές λέξεις για το χιόνι ας πούμε, εμένα μου άρεσε πάρα πολύ εκείνη η σελίδα.

Η αφηγήτρια (ίσως και η συγγραφέας;) μιλάει με θαυμασμό για τους Ινουίτ, το λαό του Αρκτικού Κύκλου και μιλώντας γι αυτόν αναρωτιέται για τις γλώσσες των λαών γενικότερα, χωρίς όμως να γίνεται κλισέ και να παπαγαλίζει τα φιλότιμα και τα μεράκια σαν κακόγουστο meme. « Περνάνε άραγε οι Βραζιλιάνοι πιο συχνά και με τρυφερότητα τα δάχτυλα τους μέσα από τα μαλλιά των αγαπημένων τους – τι όμορφη λέξη το cafune- ή αισθάνονται οι ωκεάνιοι Πορτογάλοι πιο συχνά τη saudade, τη νοσταλγία για κάτι ή κάποιον που χάθηκε. Δεν το γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι σπανίως έχω τις σωστές λέξεις γι’αυτά που ζω, γεγονός που δεν τα κάνει λιγότερο πραγματικά, απλώς τους στερεί την απαιτούμενη βαρύτητα».

Οπότε φίλες και φίλοι αυτής της σελίδας κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω να γράφω γιατί μετά το κείμενο γίνεται ανοικονόμητο και με τη διάσπαση προσοχής που έχουμε όλες ξέρω ότι αν δεν σας έχω χάσει ήδη είμαστε κοντά.

Συνοπτικά: διάβασα ένα βιβλίο σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και μου άρεσε πολύ, παρασύρθηκα στο ρυθμό του κι ας είναι ένας αργός, στοχαστικός ρυθμος, ίσως γι αυτό, γιατί είναι ανάγκη μερικές φορές να κατεβάζουμε ταχύτητα.

Όπως όλα τα βιβλία, έτσι κι αυτό είναι μια πόρτα που σε βγάζει σε άλλα βιβλία. Διαβάζοντας το θέλησα να ξαναδώ τα εξής:

  • Ζάουμε Καμπρέ – Μας καταβροχθίζει η φωτιά , Εκδόσεις Πόλις
  • Niviaq Korneliussen – Homo Sapienne (ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα για τη ζωή στη Γροιλανδία για μια ομάδα νέων που προσπαθεί να βρει τη σεξουαλική ταυτότητα της – το πρώτο Γροιλανδικό μυθιστόρημα)
  • Sara Wheeler – Terra Incognita – Μια δημοσιογράφος ταξιδεύει στην Ανταρκτική και γράφει για την εμπειρία της. Με δυο λόγια; Μία κρύα κόλαση
  • Catherine Poulain – Le grand Marin – Μυθιστόρημα με κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα που τα παρατάει όλα και πάει και βγάζει λεφτά ψαρεύοντας στην Αλάσκα. Στο ενδιαμέσο έχει ατυχήματα εν ώρα εργασίας και φυσικά αρκετά προβλήματα λόγω του ότι είναι γυναίκα σε ένα πολύ ανδροκρατούμενο χώρο. Συναρπαστικό.

2 Comments

  1. Είχα σκοπό, όπως κάθε φορά που έρχομαι Ελλάδα, να περάσω αύριο από βιβλιοπωλείο. Θα δω αν το έχουν 😉

    Και, αφού λες ότι σου αρέσουν τα «βιβλία εξερευνήσεων στην Ανταρκτική και την Αρκτική», αναρωτιέμαι μήπως έχεις διαβάσει αυτό (θα υπάρχει στα ελληνικά; Δεν ξέρω), της Σουηδέζας Bea Uusma. Είναι καταπληκτικό.

    Φιλιά από ένα λεωφορείο που πλησιάζει τα Γιάννενα 😘.

    Liked by 1 person

    1. Δεν το έχω διαβάσει Βεατρίκη μου, το βάζω όμως στη λίστα!

      Like

Leave a reply to annabooklover Cancel reply