Με τον ασύρματο της 123ης Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού στον Όλυμπο
Χθες βράδυ ξενύχτησα για να τελειώσω αυτό το μικρό βιβλιαράκι και μετά δε μπορούσα να κοιμηθώ. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία, ήθελα να κάνω κι ένα βιντεάκι αλλά τώρα θέλω να γράψω εν θερμώ γι αυτή την ιστορία.
Όσοι διαβάζουν αυτό το μπλογκ θα έχουν παρατηρήσει ότι αγαπάμε κατ εξοχήν τα μυθιστορήματα. Ομολογώ ότι αν έβλεπα αυτό το βιβλιαράκι στο βιβλιοπωλείο ούτε που θα το πλησίαζα, πρώτον γιατί είναι για ένα θέμα τόσο συγκρουσιακό που προτιμώ να μην το αγγίζω και δεύτερον γιατί θα έλεγα μέσα μου: «άλλη μια συναισθηματικά φορτισμένη ιστορία από ένα άνθρωπο που θέλει να βγάλει βιβλίο στα γηρατειά του». Κυνική; Έστω.
Αλλά το βιβλίο μου το έδωσε φίλος καλός και διαβαστερός και το έχει γράψει η μητέρα του. Οπότε τώρα τι κάνουμε; Το παίρνουμε συγκαταβατικά και το ξεχνάμε στη βιβλιοθήκη; Αλλά έχουμε και μια περιέργεια για το τι μπορεί να λέει αυτή η κυρία. Έτσι μια μέρα ξεκινάω να διαβάζω στα όρθια την ιστορία της και αυτό ήταν: κόλλησα. Αυτό έγινε παραμονές του ταξιδιού στην Κωνσταντινούπολη και εν μέσω άλλων διαβασμάτων, οπότε την άφησα λίγο πίσω μου με την προοπτική να την τελειώσω κάποια στιγμή την ιστορία. Αυτό έγινε χθες το βράδυ λοιπόν. Ξαναρχίζω το βιβλίο απ την αρχή για να πιάσω τον ειρμό και δεν το κλείνω παρά αφού το τελειώσω κατά τις 2 το βράδυ.
Η κυρία Νίτσα ήταν μαθήτρια του Δημοτικού στην Κρανιά Ολύμπου όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Το Μάιο του 1948 βγαίνει στο βουνό, χωρίς να το θέλει ουσιαστικά αλλά γιατί προερχόμενη από οικογένεια αριστερών ήταν μονόδρομος. Το βιβλίο περιγράφει τα τρία περίπου χρόνια που πέρασε ως μέλος της 123ης ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Στο τέλος του Εμφυλίου τη συλλαμβάνουν και περνάει τα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής της στις φυλακές Αβέρωφ. Το βιβλίο τελειώνει όταν βγαίνει απ τη φυλακή.
Το εντυπωσιακό με αυτή την αφήγηση είναι το πόσο λιτή είναι. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί σπάνια τα επίθετα, οι περιγραφές της είναι ξερές και σύντομες. Γράφει με μικρές κοφτές φράσεις. Εδώ δεν έχουν θέση ο συναισθηματισμός που ίσως φέρνει το γήρας, ή ο λυρισμός ή η εξιδανίκευση των καταστάσεων. Απλή, ντόμπρα, γενναία, με ένα ήρεμο τρόπο είναι η εξιστόρηση όπως νομίζω ότι θα είναι και η κυρία Νίτσα.
Στο τέλος λέει ότι για χρόνια της έλεγαν να γράψει αυτές τις αναμνήσεις κι εκείνη αρνιόταν. Γιατί ήταν οδυνηρό, γιατί ήταν ακόμη ζωντανές μέσα της. Ίσως να αμφισβητήσουν κάποιοι τις λεπτομέρειες τις οποίες θυμάται αλλά όποιος έχει ζήσει λίγο με μεγάλους ανθρώπους (πάνω από 35) θα ξέρει ότι θυμόμαστε με διαύγεια κουβέντες και συνομιλίες και πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος αλλά ξεχνάμε τί φαγητό μαγειρέψαμε προχθές.
Αλλά αυτό που με τάραξε περισσότερο ήταν το σύνολο της αφήγησης, το νόημα της. Το γεγονός δε ότι γράφει για μέρη γνωστά σε μένα και σε όλους όσους ζουν εδώ γύρω, ότι τα ονόματα που αναφέρει είναι ονόματα γνωστών μου, τα ονόματα των παππούδων των φίλων μου φέρνει ξαφνικά την ιστορία δίπλα μας, σε χαιρετάει δε μπορείς να την αγνοήσεις. Η 123η Ταξιαρχία περιφέρεται στον Όλυμπο και στον Κίσσαβο, διασχίζει τον Πηνίο στα περάσματα, διανυκτερεύει στο Στρίντζο και κρύβεται κάπου κοντά στην Καρύτσα. Στη Σκοτίνα γίνεται μάχη, στο βουνό επίσης, νεκροί, παντού νεκροί. Κάθε δάσωμα, κάθε πλάτωμα, κάθε κρυψώνα έχει τους νεκρούς της. Εκεί που εμείς πάμε σήμερα για μπάνιο και για τους καφέδες, εκεί που ανέμελα λιαζόμαστε και ομφαλοσκοπούμε, η κυρία Νίτσα έτρεξε κυνηγημένη, φοβήθηκε, τραυματίστηκε, πείνασε, έχασε τους συντρόφους της. Στο αγαπημένο σήμερα Μακρυχώρι πέρασε μερικές ώρες όταν την είχαν συλλάβει πια.
Και το πιο σημαντικό: το ελάχιστο της ανθρώπινης ζωής. Όταν έχουν πιάσει πια την κυρία Νίτσα και την κρατάνε κάπου κοντά στη Λάρισα, ο πάππους της το μαθαίνει και κατεβαίνει απ το χωριό να ζητήσει μια χάρη: Δε ζητάει να την αφήσουν, δε ζητάει χάρη, αλλά λέει το εξής στον κάπως γνωστό του συνταγματάρχη: «Όπως ξέρετε έπιασαν την εγγονή μου. Αν επρόκειτο για αγόρια, δεν θα ερχόμουν, θα λέγα διάλεξαν το δρόμο τους, ας πληρώσουν τις συνέπειες. Την εγγονή μου δε φοβάμαι μην τη σκοτώσουν, φοβάμαι μην την τσαλακώσουν, σας παρακαλώ να με βοηθήσετε. Δε θα σας ξαναενοχλήσω»…. Τι να πω μετά από αυτό; Αυτή η φράση ακόμη με ανατριχιάζει. «Δε φοβάμαι μην τη σκοτώσουν, φοβάμαι μην την τσαλακώσουν». Η τιμή της γυναίκας πάνω απ’τη ζωή της.
Δεν έχω ούτε τα εργαλεία, ούτε τις γνώσεις για να μιλήσω για τον Εμφύλιο. Για μένα έναν άνθρωπο 38 χρονών από μη αριστερή οικογένεια είναι λίγο στη σφαίρα του μύθου όλα αυτά. Αλλά για κάποιος άλλους είναι βίωμα, πονάνε ακόμη, είναι σημάδι βαθύ και ανεξίτηλο. Ο πεθερός μου ας πούμε ποτέ δε θα ξεπεράσει την καχυποψία του για οποιονδήποτε δεξιό. Το ίδιο ένιωθε και ο πατέρας της Μαρίας αλλά απ’την απέναντι πλευρά, για κείνον οι αριστεροί ήταν οι φονιάδες. Αλλά από χθες το βράδυ δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πώς είναι δυνατόν μια κοπελίτσα να περάσει 10 χρόνια απ τη ζωή της στη φυλακή επειδή βρέθηκε απ’τη μία πλευρά του βουνού, επειδή ήταν νέα και ρομαντική και πίστευε ότι κάποτε η κοινωνία θα αλλάξει, δεν το χωράει ο νους μου. Η διαδικασία της δίκης δε, αστεία. Ο δικηγόρος με την εμπνευσμένη του ομιλία των δύο γραμμών κατάφερε να τη γλιτώσει απ το θάνατο. Δεν είναι και λίγο θα μου πεις…
«Για μένα αυτά δεν είναι ακόμα μια ιστορία» λέει στην τελευταία σελίδα η κυρία Νίτσα. Φυσικά και δεν είναι, κι εγώ λυπάμαι για την αλαζονεία με την οποία μπορεί να τα αντιμετώπισα στην αρχή. Ντρέπομαι.
Ευχαριστώ τον Κώστα που μου χάρισε το βιβλίο και πάνω απ’ όλα ευχαριστώ την κυρία Νίτσα που βρήκε τη δύναμη να τα μοιραστεί μαζί μας. Πάντα δυνατή όπως στα νιάτα της!
(εκδόσεις Σόκολη-Κουλεδάκη, μπορείτε να το βρείτε και στο διαδίκτυο στον Ιανό και αλλού )
Αν εκτιμήσατε τα ντόμπρα λόγια της κυρίας Νίτσας,
μάλλον θα συγκινηθείτε το ίδιο
και με τις 68 μαρτυρίες γυναικών στο βιβλίο της
ΓΕΩΡΓΙΑΣ Σ. ΣΚΟΠΟΥΛΗ,
Αυτές που ‘γίναν ένα με τη γη,
εκδόσεις Δωδώνη, σ. 420
LikeLike
Ευχαριστώ για την πρόταση Μαρία!
LikeLike