RICHARD POWERS – The time of our singing

powersΔιάβαζα αυτό το βιβλίο εδώ και ένα μήνα σχεδόν. Και μου άρεσε πολύ. Συνήθως όταν ένα βιβλίο μου αρέσει πολύ το τελειώνω σχετικά σύντομα. Εκτός αν είναι κανένα δύσκολο του Τόμας Πύντσον ας πούμε. Αλλά αυτό δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Εμπίπτει στην κατηγορία συγκινούμαι τόσο πολύ όταν το διαβάζω, με πιάνουν τέτοια κλάματα που αναγκαστικά σταματώ μερικές μέρες. Ήταν και μεγαλούτσικο, δε διαβάζω και τόσο όσο παλιότερα, έτσι φτάσαμε παραμονές Χριστουγέννων να το τελειώσουμε.

Είδα λίγο τι γράφουν στο εξώφυλλο στις διάφορες εφημερίδες και περιοδικά “Το μεγαλύτερο μαύρο μυθιστόρημα….” ξεκινάει μια κριτική και αμέσως λέω μέσα μου αυτό ακριβώς που δε θα ήθελαν οι ήρωες του βιβλίου – να τους αποκαλούν καλούς μαύρους τραγουδιστές λες και το χρώμα έχει καμία σχέση με το πως τραγουδάς. Και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι έχω ταυτιστεί απολύτως με τους ήρωες, είμαι αυτοί πια, δυο νεαρά αγόρια από Αφροαμερικανή μητέρα και Εβραίο πατέρα που μεγαλώνουν τις δεκαετίες του 40 και 50 στη Νέα Υόρκη και τυχαίνει να έχουν ένα εξαιρετικό ταλέντο στη μουσική, εντελώς πέραν του κόσμου τούτου. Και υπάρχει και μια μικρότερη αδελφή η Ρουθ αλλά η ιστορία είναι κυρίως η ιστορία των αγοριών.

Πώς λοιπόν ανατρέφει τα παιδιά της μια οικογένεια με τόσο διαφορετική καταγωγή σε εκείνη την ιστορική συνθήκη; Στην Αμερική του 40 και του 50 τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι ακόμη εξασφαλισμένα για όλους και θα περάσουν πολλά χρόνια ακόμη για να κρατήσει το κάθισμα της στο λεωφορείο η Ρόζα Πάρκς (1955) και να ψηφιστεί η πράξη για το δικαίωμα ψήφου (1965). Οι μεικτοί γάμοι είναι εκτός νόμου σε πολλές πολιτείες αλλά ακόμη κι εκεί που επιτρέπονται όπως στη Νέα Υόρκη δεν χαίρουν αποδοχής.

Σήμερα μιλάμε στη χώρα μας για αναβίωση του ρατσισμού, για φασιστικά φαινόμενα και άλλα τέτοια (και καλά κάνουμε φυσικά) αλλά ευτυχώς κάποια πράγματα είναι δεδομένα πια. Δεν είμαι καθόλου ρομαντική, ξέρω πολύ καλά ότι αν εμφανιζόμουν στη μαμά μου με κανέναν ωραίο τύπο από τη Σενεγάλη ή ακόμη χειρότερα με κάποιον πιστό του Αλλάχ σίγουρα θα είχα πρόβλημα. Αλλά τουλάχιστον θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Θα μπορούσαμε να περπατάμε στο δρόμο σαν ζευγάρι, όταν θα οδηγούσε το αυτοκίνητο μας δε θα χρειαζόταν να κάθομαι στο πίσω κάθισμα σαν να είμαι η υπηρέτρια.

Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην περιγραφή της παιδικής ηλικίας των ηρώων. Οι γονείς τους στην προσπάθεια τους να τους προστατέψουν και να τους μορφώσουν όσο καλύτερα γίνεται διαλέγουν την εκπαίδευση στο σπίτι. Πράγμα που καλλιεργεί θαυμάσια το ταλέντο των αγοριών αλλά τους αφήνει απροετοίμαστους για τον αληθινό κόσμο εκεί έξω που μέχρι τη δεκαετία του 90 περίπου θα τους αντιμετωπίζει ως freaks, ως αταξινόμητες περιπτώσεις. Και ξέρετε πολύ καλά πόσο σκληροί είναι οι άνθρωποι με τις περιπτώσεις που δεν μπορούν να ταξινομήσουν.

Οι δυο γονείς πίστευαν αφελώς ότι μεγαλώνοντας τα παιδιά τους σαν η φυλή να μην υπήρχε, με “θρησκεία” τους τη μουσική, θα τα προστάτευαν από το μίσος των υπόλοιπων. Η πραγματικότητα είναι πάντα λίγο πιο δύσκολη απ’ ότι τα όνειρα. Θα μου πεις όλοι λίγο ως πολύ είμαστε τραυματισμένοι από τις επιλογές των γονιών μας, βασικά πράγματα αυτά δε χρειάζεται να καταφύγουμε στο Φρόιντ. Αλλά εδώ η κατάσταση ξεφεύγει.

Και το ζευγάρι που τόλμησε το παράτολμο έφτιαξε τρία παιδιά τραυματισμένα με το καλημέρα σας. Τρία παιδιά απόβλητα, που δε χωράνε πουθενά, ούτε στις λευκές σχολές που όλοι παραδέχονται το ταλέντο τους αλλά όχι και το δικαίωμα τους να τραγουδάνε όπερα (πως θα μπορούσε άλλωστε μια λευκή τραγουδίστρια όπερας να τραγουδήσει ένα ερωτικό ντουέτο με ένα μαύρο τενόρο;) Αλλά απ’την άλλη δε χωράνε ούτε στη μαύρη οικογένεια τους, πρώτα πρώτα γιατί δεν είναι αρκετά μαύρα, και δεύτερον γιατί δεν τραγουδάνε τα τραγούδια που “θα’πρεπε” να τραγουδάνε. Είναι άραγε η φυλή κάτι ανύπαρκτο όπως υποστηρίζει ο επιστήμονας πατέρας; Μπορείς να μεγαλώσεις τα παιδιά σου πέρα απ τη φυλή;

Και άραγε τι εννοούν τα παιδιά της Ρουθ όταν μιλάνε με περιφρόνηση στο θείο τους και τον αποκαλούν πουλημένο λευκό; Τι είναι η λευκή σκέψη; Είναι η σκέψη του βολεμένου; η ευκολία, η βεβαιότητα, η αυτοπεποίθηση του πλούσιου; Όλοι είμαστε πλούσιοι σε σύγκριση με κάποιον άλλο. Στο βιβλίο του Μαλκολμ Γκαντγουελ Blink υποστηρίζει ότι οι προκαταλήψεις είναι τόσο βαθιά μέσα μας που ακόμη και οι άνθρωποι που είναι οι ίδιοι θύματα αυτών των προκαταλήψεων δεν μπορούν να τις ξεπεράσουν.

Πίσω στο βιβλίο. Έλεγα στην αρχή ότι ήταν πολύ συγκινητικό. Δε μιλάω για μελόδραμα. Ούτε για κλισέ του τύπου “εγώ ο καημένος ο μαύρος, λυπηθείτε με”. Αλλά κάποια γεγονότα που περιγράφει, είναι τόσο οδυνηρά που τα δάκρυα έρρεαν ανεξέλεγκτα.

Ένα κομμάτι του βιβλίου (προς μεγάλη μου έκπληξη) διαδραματίζεται στο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες. Η Αμερικανή αδελφή στο πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό έρχεται στις Βρυξέλλες και στη Γκραν Πλας, παθαίνει πλάκα, όχι με την αρχιτεκτονική. “Εδώ κανέναν δεν τον νοιάζει από πού είμαι” λέει και μπορώ να επιβεβαιώσω ότι έτσι είναι ακόμη και τώρα 20 χρόνια μετά την χρονική στιγμή για την οποία μιλάει το βιβλίο. Εκεί δεν έχει ρατσισμό; με ρωτάνε οι φίλοι μου. Έχει και αρκετό μάλιστα. Στις πρόσφατες Δημοτικές εκλογές σε έναν απ τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας στην Αμβέρσα το Εθνικιστικό κόμμα πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά ως γνωστόν στη Φλάνδρα το θέμα είναι η ανεξαρτητοποίηση τους. Οι Βρυξέλλες όμως είναι σαν να είναι μια άλλη χώρα. Μια πολυεθνική χώρα όπου ο καθένας μπορεί να είναι ο εαυτός του και να είναι σεβαστός. Οπότε, ναι, η καταγωγή δεν παίζει τόσο ρόλο. Και οι εκδρομές στο ΙΚΕΑ δείχνουν ότι οι μεικτοί γάμοι ανθίζουν. Το καλοκαίρι με το EURO είχαμε τα θεματάκια μας βέβαια, Ιταλο-Γερμανικές οικογένειες που ήταν για μέρες μαλωμένες γιατί κάποιοι πανηγύρισαν υπέρ το δέον! Αλλά γενικά ναι, το Βέλγιο είναι μια ανεκτική χώρα.

Το παράλληλο θέμα του βιβλίου είναι φυσικά η μουσική. Ξεκινάει με την εμβληματική συναυλία της Μάριαν Άντερσον στην Ουάσινγκτον το 1939, της πρώτης μαύρης τραγουδίστριας όπερας που τραγούδησε δημοσίως και η εμφάνιση της μετατράπηκε σε μια τεράστια διαδήλωση. Το γεγονός που σημαδεύει τους ήρωες του βιβλίου και είναι καθοριστικό για την εξέλιξη του μύθου.  Από κει και μετά είναι ένα ταξίδι στην κλασική μουσική, στον κόσμο του λίντερ, στον κόσμο των σπιρίτσουαλ τραγουδιών κάνει μια μικρή στάση στην ποπ-σόουλ-τζαζ μουσική της δεκαετίας του 60 για να καταλήγει στη μουσική πριν το 1600. Ο συγγραφέας περιγράφει τη μουσική με αρκετή λεπτομέρεια και ακρίβεια. Πολλά από αυτά που λέει φυσικά μου διαφεύγουν γιατί ειδικά για την κλασική μουσική δεν ξέρω και πολλά. Ξέρω όμως τι σημαίνει να αγαπάς τη μουσική, τι σημαίνει να ζεις μέσα στη μουσική και σ’αυτό το βιβλίο το πάθος είναι προφανές.

Αυτό είναι λοιπόν το βιβλίο “Ο Καιρός των Τραγουδιών μας” του Ρίτσαρντ Πάουερς. Στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας σε μετάφραση του γνωστού μας Μιχάλη Μακρόπουλου. Στην κριτική στο Γκάρντιαν διαβάζω ότι δεν είναι το καλύτερο του. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ όμως οπότε μου ανοίγει την όρεξη για να διαβάσω κι άλλα δικά του βιβλία.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s