Φεμινισμός την Κυριακή

Καθώς καθαρίζω τις πατάτες για το μεσημεριανό φαγητό σκέφτομαι ότι κάνω τις ίδιες κινήσεις που κάνουν άλλες γυναίκες χιλιετίες τώρα. Μια γυναίκα συμμαζεύει το σπίτι της. Πιάνει τη σκούπα,  μπαίνει στην κουζίνα, ψήνει ένα φαγητό, πλάθει ένα ψωμί,  πλένει τα ρούχα, τα στεγνώνει, τα τακτοποιεί, τηλεφωνεί στο γιατρό, πάει στο φαρμακείο, τρέχει στη λαϊκή, βγαίνει στον κήπο ή στη μικρογραφία κήπου στο μπλακόνι, σε μέγεθος ένα επί μισό, φροντίζει μια γλάστρα, κόβει ένα κλαδάκι αρμπαρόριζα το βάζει σε ένα ποτηράκι του κρασιού και ομορφαίνει τη ζωή, κατευνάζει τη λύπη της. Τα βράδια του καλοκαιριού ξενυχτάει από τη ζέστη και την εμμηνόπαυση. Πού να βρεθεί χρόνος να γίνουν τέχνη όλες αυτές οι σκέψεις που κάνει φροντίζοντας;

Διαβάζω στην εφημερίδα της Κυριακής για ένα νεαρό Ολυμπιονίκη στο σκιφ: μάτωνε λέει τα χέρια του κάνοντας κουπί ώσπου στο τέλος έβγαλε κάλους και δε ματώνει πια. Για κάθε Στέφανο δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια γυναίκες βγάζουν κάλους κρατώντας κάποιο εργαλείο καθαρίσματος, μια σκούπα, μια σφουγγαρίστρα, ενίοτε ένα τρυπάνι. Στην (όχι και τόσο) φανταστική χώρα της Μάργκαρετ Άτγουντ τη Γαλαάδ, στο βιβλίο της Διαθήκες, (εκδόσεις Ψυχογιός, καταπληκτική μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ) στις γυναίκες απαγορεύεται να αθλούνται και να φροντίζουν το σώμα τους. “Η σωματική ρώμη είναι ίδιον των ανδρών” είπε η Μπέκα.” Καθώς και η πνευματική. Οι γυναίκες είμαστε δυνατές στην ψυχή. Αν και η άθληση με μέτρο επιτρέπεται – το περπάτημα λόγου χάρη, εφόσον η γυναίκα βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία”.

Στην πραγματική αγαπημένη μας ΠΑΤΡΙ-δα (δε θα ήταν φυσικά μητρίδα), σε ενα χωριό εδώ δίπλα μας, στην πλαγιά του Κισσάβου και 7 χιλιόμετρα από την παραλία ξέρω γυναίκες που έχουν να πάνε στη θάλασσα εδώ και 40 χρόνια από τότε που υπ- ΑΝΔΡ- εύτηκαν. Αυτές τις σκέψεις κάνω καθώς νοικοκυρεύω μια Κυριακή πρωί, με 38 βαθμούς Κελσίου και ενώ τέλειωσα την ανάγνωση του βιβλίου της Άτγουντ χθες το βράδυ.

Το μυθιστόρημα κέρδισε το βραβείο Μπούκερ το 2019 μαζί με το βιβλίο της Bernadine Evaristo, Κορίτσι Γυναίκα Άλλο (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Ρένα Χατχούτ). Πολλές φωνές ακούστηκαν τότε που έλεγαν ότι ήταν μια ανοησία αυτή η διπλή βράβευση, ότι το βιβλίο της Εβαρίστο είναι ξεκάθαρα καλύτερο και μάλιστα έθεταν και ένα θέμα προκατάληψης γιατί η Εβαρίστο ήταν η πρώτη μαύρη γυναίκα που βραβεύονταν και για πρώτη φορά το βραβείο μοιράστηκε στα δύο.

Θεωρώ κι εγώ ότι το βιβλίο της Εβαρίστο είναι ένα πολύ πιο φιλόδοξο, πλούσιο βιβλίο, γραμμένο πραγματικά πολυφωνικά, οι 12 χαρακτήρες της έχουν πολύ διαφορετικές φωνές, το γράψιμο της είναι ποιητικό, τα λογοτεχνικά είδη μπλέκονται όπως μπλέκονται μεταξύ τους οι ιστορίες και οι ηρωίδες, οι γυναίκες για τις οποίες μιλάει είναι γυναίκες που σπάνια βλέπουμε στη λογοτεχνία, είναι έγχρωμες, είναι λεσβίες, είναι non-binary, είναι γυναίκες, κορίτσια ή κάτι άλλο. Το τέλος είναι σπαρακτικό.

Το βιβλίο της Άτγουντ είναι γραμμένο πιο συμβατικά θα έλεγε κανείς, αλλά υπάρχουν κι εδώ διαφορετικές φωνές, μαθαίνουμε την ιστορία από διαφορετικά πρόσωπα, όλες γυναίκες. Οι Διαθήκες είναι η συνέχεια του βιβλίου που είχε γράψει η Άτγουντ το 1985  “Η ιστορία της Θεραπαινίδος”, το οποίο ίσως είδατε σε σειρά.

Είναι μια δυστοπική ιστορία που διαδραματίζεται όταν μια θρησκευτική σέχτα καταλαμβάνει την εξουσία στις ΗΠΑ. Η δύναμη αυτού του μυθιστορήματος είναι στην αλληγορία, στο ότι πάει κάποιες καταστάσεις στα άκρα και μας βάζει να σκεφτούμε τι θα μπορούσε να γίνει.

Χθες βράδυ όταν διάβασα τις τελευταίες σελίδες σκεφτόμουν ότι το βιβλίο της Άτγουντ είναι ένα απαισιόδοξο σενάριο για το τι είναι πιθανό να συμβεί αν δεν προσέχουμε. Το βιβλίο της Εβαρίστο είναι το σήμερα, ένα σήμερα πολλές φορές δυστοπικό, πολλές φορές τρομακτικό (ειδικά φέτος το καλοκαίρι που δεν προλαβαίνουμε να συνέλθουμε από τις γυναικοκτονίες) αλλά κι ένα σύμπαν όπου όλες αυτές οι φωνές ακούγονται πλέον και αποκτούν ορατότητα.

Σκέφτομαι κι άλλα βιβλία που διάβασα ή άκουσα φέρος. Η Μελίντα Φρεντς Γκέιτς, λέει στο βιβλίο της “The moment of Lift” ότι αν θέλουμε κάποια στιγμή να αλλάξει ο κόσμος, να ανατραπεί η πατριαρχία ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι το σπίτι μας και ο διαμοιρασμός των δουλειών με τους συγκατοίκους/συντρόφους μας.

Σκέφτομαι πολύ τη δημιουργία. Τόσα χρόνια μετά τη Βιρτζίνια κι ακόμη να εξασφαλίσουμε ένα δικό μας δωμάτιο (Virginia Woolf – Ένα δικό της δωμάτιο, εκδόσεις Μεταίχμιο) για να γράψουμε, να ζωγραφίσουμε, να τραγουδήσουμε να χορέψουμε. Ταυτόχρονα έχω φουρκιστεί γιατί ψάχνω να βρω μια εικαστική καλλιτέχνη της πόλης να την εντάξουμε στη θεματική Σπουδαίοι Λαρισαίοι Δημιουργοί (το μόνο κριτήριο: να έχει πεθάνει) και δε βρίσκω. Μάλλον γιατί οι προηγούμενες γενιές δημιουργούσαν με άλλους τρόπους, άφηναν την τέχνη τους στα υφάσματα, σε αντικείμενα που είχαν να κάνουν με την οικεία, την εστία, την οικογένεια, οι σκέψεις και τα αισθήματά τους έγιναν δαντέλες, υφαντά, πλεκτά και κεντήματα. Η γενιά μου ωστόσο είναι μια γενιά ενδιάμεση: διαβάσαμε όλη τη φεμινιστική φιλολογία, αρνηθήκαμε να μάθουμε να κεντάμε αλλά μας μεγάλωσαν γυναίκες που πίστευαν σε άλλες αξίες, μας έμαθαν – χωρίς να το θέλουν μάλλον- να μην αντιδρούμε πολύ, να μην ξεκουραζόμαστε πολύ, να μην απολαμβάνουμε πολύ, να μην επιθυμούμε πολύ.

Ξέρω ότι τα πράγματα αλλάζουν. Οι κόρες μας δεν εκπαιδεύτηκαν να θεωρούν την καθαριότητα υπέρτατο αγαθό οπότε έχω ελπίδα ότι θα βλέπουμε σπουδαία πράγματα από δω και πέρα. Οι κόρες μας θα είναι όπως η Γιαζ η ηρωίδα της Εβαρίστο που βλέπει καθαρά, φοράει ό,τι θέλει, δεν τη μάλωσαν όταν αντιμιλούσε,  δε χαρίζεται σε κανένα, δε φοβάται.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s